27 Σεπ 2007

Ζωή - Γλώσσα: 0 - 1

Αναρωτιέμαι μήπως μπορούμε να ανακαλύψουμε κάποια μορφή αλήθειας στην παρακάτω σκέψη: ότι δηλαδή η ανάπτυξη της γλώσσας - ο τεμαχισμός με άλλα λόγια της νόησης σε λέξεις - υποβάθμισε ποιοτικά το βίωμα, όπως ακριβώς η ανάπτυξη της ψηφιακής τεχνολογίας υποβάθμισε ποιοτικά την αναλογική συνέχεια, τεμαχίζοντάς την σε προσεγγίσεις ψηφίων. Η σκέψη αυτή με βασάνισε για κάποιο διάστημα, εδώ και πολύ καιρό, όταν από κάποιαν αφορμή έφερα στο νου μου τις διαμαρτυρίες μιας μερίδας τραγουδιστών της όπερας, οι οποίοι ισχυρίζονταν πως οι νέες ηχογραφήσεις, με τη χρήση ψηφιακής τεχνολογίας, είχαν σαν αποτέλεσμα την αλλοίωση της φωνής τους.

Οι παρατηρήσεις αυτές κάθε άλλο παρά άστοχες ήταν, καθώς σήμερα λίγο-πολύ όλοι γνωρίζουμε ότι η ψηφιοποίηση άλλο δεν είναι παρά μια, κατά το δυνατόν συνεπής, μαθηματική προσέγγιση της πραγματικότητας και όχι μια, κατά το δυνατόν, συνεπής, σύλληψη αυτής. Θα μπορούσαμε δηλαδή να συμπεράνουμε πως η διαδικασία της ψηφιοποίησης κινείται αντικείμενη στην πραγματικότητα και όχι υποκείμενη σε αυτή, όπως μια αναλογική διαδικασία. Φανταστείτε, για παράδειγμα, τη διαφορά ενός ανθρώπου, ο οποίος βρίσκεται πάνω σε μια βάρκα και παρασύρεται αρμονικά στο γλυκό της λίκνισμα, κι ενός άλλου που, στεκάμενος λίγα μέτρα πιο πέρα σε μια στέρεη προκυμαία, προσπαθεί ταλαντώνοντας το σώμα του πάνω-κάτω και δεξιά-αριστερά να μιμηθεί το ίδιο λίκνισμα. Η αναλογία πιστεύω πως είναι κάτι παραπάνω από προφανής. Η μαθηματική προσέγγιση ενός ήχου, μιας εικόνας, κλπ. όσο τέλεια ή αυστηρή κι αν καυχιέται πως είναι, δεν πρόκειται παρά για μία προσέγγιση, περικλείει δηλαδή εξ' ορισμού μια ιδέα μούχλας. Ωστόσο, οι αναλογικές φιλοδοξίες ήταν αρκούντως τίμιες, καθώς οι τριγωνομετρικές συναρτήσεις διατηρούσαν κάτι από την αρχική πνοή ενός ήχου και οι οι καθοδικές λυχνίες μια σπίθα από την αρχική λάμψη ενός ηλιοβασιλέματος.

Ως εδώ υπήρχε μια κάποια συνέχεια και αυτό ήταν κάτι. Τα πράγματα, όμως, άλλαξαν άρδην (προς το χειρότερο) όταν με την τεχνολογική μας αλαζονεία, σαν άλλοι Φρανκεστάιν, πιστέψαμε πως θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε ζωή από θραύσματα ζωής. Με το ηλεκτρονικό μας νυστέρι κι αφού ξαπλώσαμε τον ήχο και το φως πάνω στους χειρουργικούς μας ημιαγωγούς, αρχίσαμε να τεμαχίζουμε κατά βούληση και κατά σύμβαση. Κι απ' αυτά τα τεμάχια, κόψε-ράψε, αφαιρέσαμε καθετί "άχρηστο" - συχνότητες απρόσιτες στην ακοή, αποχρώσεις αδιάφορες στο μάτι - κι έπειτα επανασυνθέσαμε το "χρήσιμο", σε μιαν περιαυτολογική στρογγυλοποίηση, σε τρία ή δεκατρία δεκαδικά ψηφία. Όμως τι σημασία έχει, να μετατρέψεις το "άρρητο" σε "ρητό" ευνουχίζοντάς το; Αφαιρέσαμε από το "περιττό" μια μονάδα για να το καταστήσουμε "άρτιο", μήπως όμως τελικά το καταστήσαμε κουτσό; Να στριμώξεις τη "Σονάτα του Σεληνόφωτος" σε μερικά εκατομμύρια ψηφία είναι κάτι, δε λέω. Μήπως όμως στα δεκαδικά που σβήσαμε, χάσαμε ανεπιστρεπτί και κάτι απ' την ουσία της; Εικάζω, δεν συμπεραίνω. Και προχωρώ.

Έχοντας τα προηγούμενα κατά νου, ας εξετάσουμε τώρα την αρχική αναλογία. Αποτελούν οι λέξεις, κατά συνέπεια και η γλώσσα, αν όχι τροχοπέδη, τουλάχιστον ένα μικρό αγκάθι στο καθημερινή μας αντίληψη και τα βιώματα; Ας φανταστούμε μια πρωτόγονη μορφή ύπαρξης, όπου η γλωσσική ικανότητα δεν έχει ξεπεράσει ακόμη το στάδιο των γρυλισμών και των μυκηθμών. Στο στάδιο αυτό, ας αναρωτηθούμε, ποια θα μπορούσε να είναι η αντίληψη αυτού του πρωτόγονου για τα ποικίλα αντικείμενα που τον περιέβαλαν, πχ. για ένα δέντρο (προσφιλές μου παράδειγμα); Ποια άλλη, λοιπόν, θα μπορούσε να είναι πέρα από το προσωπικό του βίωμα, την αλληλεπίδρασή του δηλαδή με το δέντρο; Ετούτη η αλήθεια έθετε, εξ' ορισμού, ως προϋπόθεση μια αμεσότητα ανθρώπου και δέντρου.

Στη συνέχεια, με την ανάπτυξη μια στοιχειώδους γλωσσικής επικοινωνίας, η λέξη "δέντρο" ήρθε αρχικά να συμβολίσει το αντικείμενο (το οποίο αργότερα κατέληξε να υποκαταστήσει, εις βάρος φυσικά του τελευταίου). Δεν μ' ενδιαφέρει, αυτή τη στιγμή, αν η λέξη κατείχε αρχικά μαγική, επικοινωνιακή ή άλλη δύναμη, στις πρώτες εκείνες κοινωνίες. Μ' ενδιαφέρει περισσότερο η κατοπινή εξέλιξή της. Θεωρώ, λοιπόν (ίσως λανθασμένα, δεν το γνωρίζω), ότι η λέξη σιγά-σιγά υποκατέστησε στη νόηση το πραγματικό αντικείμενο που συμβόλιζε, αποκτώντας κατ' αυτόν τον τρόπο εξουσία πάνω του, ορίζοντάς το, άρα περιορίζοντάς το. Με το πέρασμα των αιώνων, οι αναπτυσσόμενες κοινωνίες δεχτήκανε συμβατικά, χάριν επικοινωνίας, το τι μπορεί να σημαίνει "δέντρο", "ποτάμι", "ντιβανοκασέλα", "κοκορέτσι", κλπ. Μέσα από συγκεκριμένες περιστάσεις η κάθε λέξη φορτιζόταν με συγκεκριμένο νόημα και περιεχόμενο, από το οποίο κοινωνούσαν όλα τα μέλη της κοινωνίας. Έτσι, το πιο συχνά, οι άνθρωποι από τα γεννοφάσκια τους εκτίθενταν πρώτα στην κοινωνική φόρτιση ή τον ορισμό της λέξης και ακολουθούσε κατόπιν η προσωπική μύηση στο αντικείμενο, αυτό καθαυτό.

Έτσι καταλήγουμε, σήμερα, να υπάρχουν παιδάκια που γνωρίζουν άψογα τη λέξη "γαϊδουράκι" και την εικόνα του, ωστόσο ποτέ στη ζωή τους δεν έχουν δει ένα από κοντά. Καταλήγουμε σ' εκείνο το παντελώς ηλίθιο, μέσα στην τραγικότητά του, συμβάν σ' ένα ζωολογικό κήπο των ΗΠΑ, όπου κάποιο παιδάκι κατασπαράχθηκε ανηλεώς από την αρκούδα που προσπάθησε να χαϊδέψει γιατί του θύμιζε τον "Γουίνι το αρκουδάκι" ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων. Το παράδειγμα, μπορεί να αφορά εικόνα και όχι λέξη, όμως η αναλογία είναι προφανής και σε λεκτικό επίπεδο. Έχουμε καταλήξει να χρησιμοποιούμε σωρούς λέξεων και εννοιών που αντιπροσωπεύουν άγνωστα σε εμάς (ή ελλιπώς γνωστά) αντικείμενα της εμπειρίας ή ακόμη και του πνεύματος.

Το αποτέλεσμα είναι ευνόητο: αντί η νόηση του περιβάλλοντος κόσμου να αποτελεί ευθεία και αδιάλειπτη συνέπεια των ερεθισμάτων που γεννώνταν από την αλληλεπίδραση του ανθρώπου με τον κόσμο αυτόν, συνέβη μια σχετική αντιστροφή. Έτσι, μόλις το ερέθισμα κατέληγε στο νου, ανακάλυπτε πως ο τελευταίος ήταν ήδη κατατμημένος σε κατηγορίες και οχυρωμένος σε προμαχώνες. Αναγκάστηκε λοιπόν, και το ερέθισμα με τη σειρά του, να τεμαχιστεί ομοίως σε κατηγορίες και να στριμωχτεί άτσαλα στις αντίστοιχες επάλξεις του νου, εγκαταλείποντας και αδιαφορώντας για το μέρος εκείνο που "δεν το χωράει ο νους", που περισσεύει, άρα που είναι "άχρηστο". Δηλαδή, η αντίληψη μας της πραγματικότητας, κατέληξε να παραδέρνει τεμαχισμένη (αν όχι κονιορτοποιημένη) σε λέξεις, οι οποίες άλλο δεν είναι παρά κλάσματα της πραγματικότητας. Έχασε τη συγκροτημένη ασάφεια ενός κύματος και κέρδισε κάτι από την ασαφή συγκρότηση ενός κβάντου. Έτσι, καταλήγουμε να αποδεχόμαστε συχνά το παρακάτω αποστειρωμένο δόγμα, πως δηλαδή χωρίς συγκεκριμένους και σαφείς ορισμούς και λέξεις θα ήταν αδύνατον να φτάσουμε σε λογικά συμπεράσματα, λες και όλη η υπαρξιακή μας συμπερασματολογία θα ήταν ποτέ δυνατόν να σταθεί όρθια νοητικά και μόνον. Λες και το βίωμα, ο υποκειμενισμός, η αλληλεπίδραση, δεν έχουν τη δύναμη να συμπληρώσουν - αν όχι και να υποκαταστήσουν - τα νοητικά μας σκαριφήματα και να φτάσουν έτσι σε συμπεράσματα και λύσεις.

Πολύ φοβάμαι πως οι δυνατότητες, με τις οποίες μας προίκισε η όποια γλωσσική ικανότητα, για αφηρημένη και αφαιρετική σκέψη, κατάφεραν να καταστήσουν αφηρημένο ακόμη και το συγκεκριμένο, όπως επίσης κατάφεραν να αφαιρέσουν το εύρος της αντίληψης για το βάθος (ή το ύψος) της, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό το "βάθος". Πρέπει να θαυμάσουμε ή να εξοργιστούμε, με τον Πλάτωνα που τελειοποίησε αυτή τη διαδικασία; Όταν το αντικείμενο υποκαταστήθηκε από τη λέξη, ελεύθερος πια ο ανθρώπινος νους να στοχάζεται το αντικείμενο χωρίς το αντικείμενο, ανήγαγε όπως ήταν αναμενόμενο το αντικείμενο σε ιδέα. Αυτό δεν είχε ως κρισιμότερη συνέπεια την υπερτίμηση της ιδέας, αλλά τουναντίον την υποτίμηση του αντικειμένου. Πάντως, αν και συχνά με παρασύρει ο ίδιος μου ο λόγος, δεν έχω την πρόθεση να σταθώ κριτής, απέναντι σε κάτι που δεν αποτέλεσε συνειδητή επιλογή (πώς θα ήταν δυνατόν άλλωστε;), αλλά φυσική εξέλιξη. Θα προσπαθήσω να συνεχίσω με λόγο περισσότερο νηφάλιο από πριν.

Εφόσον, λοιπόν, αποδεχτούμε κάποια ελάχιστα ψήγματα αλήθειας σε όσα αναφέρθηκαν πρωτύτερα, πως δηλαδή οι λέξεις τεμάχισαν την άρρητη πραγματικότητα σε ρητά κλάσματα αυτής, τότε τι να υποθέσουμε για τη μοίρα πιο αφηρημένων εκφάνσεων του βίου, όπως πχ. η αγάπη, η οργή, η φιλία, ο έρωτας, το μίσος, η ανία, η μελαγχολία, κλπ; Όλες αυτές οι έννοιες, δεν είναι τίποτε λιγότερο από προσωπικά βιώματα, από ζωντανές και συνεχείς ροπές και ροές αλληλεπιδράσεων μεταξύ του ατόμου και του περιβάλλοντός του, ένα αστείρευτο συναισθηματικό εργαστήρι. Όταν χάσουμε την αμεσότητα και την εγρήγορση απέναντι στο ειλικρινές και αυθόρμητο συναίσθημα της εμπειρίας, τότε παλεύουμε ματαίως να προσδιορίσουμε και να ορίσουμε τη λέξη, την έννοια που αντιστοιχεί στην εμπειρία ετούτη. Έτσι προκύπτει η κατάτμηση, που εξέτασα προηγουμένως, ή με άλλα λόγια η υποβάθμιση.

Μην τα ξαναλέμε. Η λέξη με τον καιρό φορτίζεται με πολύ συγκεκριμένο περιεχόμενο - ακόμη κι αν αυτό το περιεχόμενο είναι η ίδια της η ασάφεια - και είναι αυτή που μας υποδεικνύει το πλάτος και το βάθος του συναισθήματος. Τι εννοούμε, για παράδειγμα, με την "αγάπη"; Είναι η λέξη εκείνη που καλείται να περιγράψει το βίωμα ή μήπως το βίωμα καλείται να συμμορφωθεί με τη λέξη; Τελικά, αγαπούμε πραγματικά ο,τιδήποτε ή το μόνο που αγαπούμε είναι η "αγάπη";

Με την σύλληψη και τη χρήση των λέξεων, πέσαμε αναπόφευκτα στην παγίδα των ορισμών. "Χαμένοι στη μετάφραση" ξεχάσαμε κι αυτά που γνωρίζαμε. Μα υπάρχουν ορισμοί για το υποκειμενικό ή το απροσμέτρητο; Να το κόψεις και να το ράψεις σε χίλιους ορισμούς, είναι το πιο εύκολο, όπως μπορεί να υπάρχουν δεκάδες αλγόριθμοι ικανοί να κωδικοποιήσουν σε ψηφία έναν ήχο ή μια εικόνα. Το πιο δύσκολο κρύβεται στην αντίστροφη διαδικασία. Σαν χρειαστούμε κάποτε να ανασυνθέσουμε από τα τεμάχια την αρχική εμπειρία. Τότε διαπιστώνουμε έντρομοι πως απ' το παζλ λείπουν κομμάτια. Συνειδητοποιούμε με φρίκη πως η φωνή μας δεν είναι αυτή η ίδια που γνωρίζαμε μέχρι τώρα, παρά αντηχεί αλλιώτικη και ίσως ξένη. Αντιλαμβανόμαστε, εκεί στο χείλος ενός γκρεμού, πως ένα όλον υπερβαίνει κατά τι το σύνολο των μερών, απ' τα οποία συντίθεται. Έτσι ζαλισμένοι, στεκόμαστε μπροστά στο "Κεφάλι του Τούρκου" από τα παλιά μου "Ιζνογκούντ". Κι εκείνος που θα ανακαλύψει και θα τοποθετήσει το τελευταίο κομμμάτι, ο πρώτος που θα αντικρύσει την εικόνα ολοκληρωμένη και ακέραια, διαμιάς θα εξαφανιστεί από προσώπου γης. Που σημαίνει πως όταν κι η τελευταία λέξη, κι ο τελευταίος ορισμός, βρουν την κατάλληλη θέση τους, τότε θα χαθούν μέσα σε αυτό που προσπαθούν να περιγράψουν. Χαμένος μέσα στη συνέχεια τις εμπειρίας, χωρίς τις νοητικές του πατερίτσες, αυτός ο τυχερός άνθρωπος θα αναγεννηθεί ξανά σαν πρωτόπλαστος, απαλλαγμένος από το προπατορικό αμάρτημα της γνώσης. Εκεί, στη μέση μιας χαμένης Εδέμ, δίχως την ευλογία ή την κατάρα μια γλώσσας, δίχως λέξεις να περιγράφουν την αμαρτία ή την τιμωρία, θα μπορεί να γεύεται τα πάντα. Εν αρχή ην ο Παράδεισος. Ο Λόγος ήρθε μετά...

2 σχόλια:

Νicola Beerman είπε...

νομιζω πως σ'επιασα(ως ενα σημειο)και θα φερω ενα απλοικο παραδειγμα:κανω μια συζητηση με καποιον και εντελως ξαφνικα δεχομοι ενα δριμυ κατηγορω στηριγμενο στο γεγονος οτι ειπα κατι,το οποιο κατι δεν ηταν τιποτ'αλλο απο μια λεξη, την οποια πιθανοτατα χρησιμοποιησα τυχαια γιατι δεν ειχα προχειρη καποια αλλη λογω του φτωχου λεξιλογιου μου,που αν δεχτω αυτα που'πες,ευτυχως ειναι φτωχο ετσι ωστε να μπορεσω να ζησω το δικο μου παραδεισο,που αληθεια ειναι οτι ως αυτη τη στιγμη που στεκομαι μπρος στο γαμομηχανημα και προσπαθω να βρω τις καταλληλες λεξεις (τι ειρωνεια) για να αποδωσω σωστα τη σκεψη μου,αληθεια ειναι πως θα χαρακτηριζα κολαση...

Κόλλας Αντώνης είπε...

Beerman, ο Παράδεισος μάλλον έχει χαθεί ανεπιστρεπτί. Τι σημασία θα είχε αν επιθυμούσα να είχα φτερά και να πετούσα; Αυτό που έχω είναι μόνο δυο πόδια και το περισσότερο που μπορώ να ελπίζω είναι να κοιτάζω ψηλά, όσο μπορώ χωρίς να σκοντάφτω. Μακάρι να ήμουν χιμπαντζής ή μπαμπουίνος, να ξάπλωνα στον ήλιο και να ξυνόμουν, χωνεύοντας ένα τσαμπί μπανάνες. Θα ήμουν "ευτυχής" γιατί θα ήμουν σύμφωνος με τη φύση μου. Τώρα όμως, τι άλλο όπλο έχω πέρα από τις λέξεις; Δε μπορώ να τις ξεχάσω. Μ' αυτές σκέφτομαι, αγωνίζομαι και προχωρώ, αναζητώντας κάποιο αναθεματισμένο νόημα. Προσπαθώ όμως, παρ' όλα αυτά, να ξεδιαλύνω την αδυναμία τους, τα όριά τους. Να δω ως πού μπορούν να με πάνε και από εκεί να προχωρήσω αν γίνεται με άλλο μέσο.

Στο ψάξιμο είμαι. Αυτό που λες είναι αλήθεια: καμιά φορά μια λέξη δεν είναι παρά μια λέξη, που γλιστράει άτσαλα, χωρίς σημασία. Δεν πιστεύω ότι έχει απόλυτη αξία η καραμέλα "γλώσσα λανθάνουσα κλπ."΄. Αυτό θα συνέβαινε αν κάθε λέξη και έκφραση είχε πλήρη και απόλυτη νοηματοδότηση μέσα στο μυαλό μας. Όμως δεν έχει, καθότι το λεξιλόγιό μας είναι συνήθως ακαλλιέργητο και χοντροκομμένο και η σκέψη μας ασύνδετη και ατελής. Τέλος πάντων, η δικιά μου έτσι είναι!

Κι εσύ, πιστεύω, καλά κάνεις και προσπαθείς μπροστά στο γαμομηχάνημα να βρεις τις κατάλληλες λέξεις. Αν δε μπορώ να έχω τον παράδεισο, έστω και ένα θραύσμα του μου είναι αρκετό. Έστω μια λέξη. Αρκεί να είναι η κατάλληλη. Και να μη μείνει μόνο λέξη...