Στο Πρώτο βιβλίο (Παρ. 42) ο Νίτσε διατυπώνει ένα ελάχιστο σχόλιο, όσον αφορά στο θέμα της εργασίας και το πώς την αντιλαμβάνεται η μάζα, σε αντιδιαστολή με τους "στοχαστές και όλα τα εφευρετικά πνεύματα". Για τους πρώτους "να ψάχνεις για δουλειά αποσκοπεί στο να έχεις ένα μισθό", μια "ικανοποιητική αμοιβή" και τελικά "η δουλειά είναι ένα μέσο και όχι ο ίδιος ο σκοπός". Για τους δεύτερους όμως, "αυτό το σπάνιο είδος ανθρώπων που ανήκουν οι καλλιτέχνες και οι λογής θεωρητικοί, όπως κι εκείνοι οι αργόσχολοι που περνούν τη ζωή του με κυνήγι, ταξίδια, κλπ.", θα ήταν προτιμητέο "να πεθάνουν παρά να δουλεύουν χωρίς να αντλούν ευχαρίστηση από τη δουλειά τους", "δε νοιάζονται για μεγάλες αμοιβές, αν η δουλειά δεν είναι η αμοιβή όλων των αμοιβών", "είναι αποφασισμένοι να διατηρήσουν την τεμπελιά τους, ακόμη κι αν μπορεί να τους φέρει φτώχια, ατίμωση, κλπ." και, εν τέλει, "δεν φοβούνται την ανία" αφού "η ανία είναι εκείνη η δυσάρεστη "άπνοια" της ψυχής που υπάρχει πριν από το καλό ταξίδι και τους χαρούμενους ανέμους".
Αναπόφευκτα, στο μυαλό μου αναδύεται ξανά η περιγραφή ενός αγαπημένου, φανταστικού ήρωα, όχι ιδιαίτερα φιλοσοφικού, αρκούντως όμως φιλοσοφημένου: του Σέρλοκ Χολμς. Κι αυτός, λοιπόν, περνάει μεγάλα διαστήματα ανίας και απραξίας, περιμένοντας εκείνη την αφορμή, εκείνες τις ξεχωριστές περιστάσεις που θα τον οδηγήσουν σε μια έξαρση ενεργητικότητας και δράσης. Τις σύντομες αυτές περιόδους, μοιάζει πραγματικά ακατάβλητος και ανεξάντλητος. Ωστόσο, κάθε φορά που η τάξη αποκαθίσταται, η απραξία επανέρχεται δριμεία, γεγονός που τον οδηγεί συχνά στην παρηγοριά της κοκαΐνης, όπως με πίκρα παραδέχεται στο ημερολόγιό του, ο αγαπημένος του σύντροφος δόκτορας Γουάτσον.
Σε μια δεύτερη ανάλυση πάντως, παραδέχομαι πως η αρχική αναλογία που υπέθεσα, με τους ανθρώπους που περιγράφει ο Νίτσε, ίσως να μην είναι τελικά τόσο πλήρης. Αν υποθέσουμε πως όλα αυτά τα "εφευρετικά πνεύματα και οι στοχαστές" που αναφέρει ο Νιτσε, βιώνουν την ανία σαν μια περίοδο όπου συντελούνται - περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά - εσωτερικές διεργασίες, οι οποίες κάποτε οδηγούν στη δραστηριοποίηση εκ των έσω, τότε αντιδιαμετρικά συναντούμε τον φανταστικό ήρωα του Ντόιλ, ο οποίος περιμένει μια κάποιαν εξωτερική αφορμή, ένα κίνητρο έξωθεν. Στην πρώτη περίπτωση η φάση της ανίας είναι ουσιαστικά μια κατεξοχήν ενεργητική αναμονή, μια υπομονετική εγρήγορση. Στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται κατά κύριο λόγο για παθητικότητα και εξάρτηση, όχι χωρίς μια δόση παθογένειας ίσως, παρόμοιας με εκείνην που επίσης μαστίζει τη δυτική μας κοινωνία, τα τελευταία ας πούμε 100-150 χρόνια. Δεν γνωρίζω αν είναι σύμπτωση ή όχι, θεωρώ όμως πολύ πιθανό ο Ντόιλ να είχε υπόψιν του τη θέση αυτή, καθώς η "Χαρούμενη Επιστήμη" εκδόθηκε το 1882 και 1887, η δε πρώτη εμφάνιση του Χολμς (A Study in Scarlet) έγινε το 1887.
Ολοφάνερα, ο Νίτσε δίνει τα εύσημα σε αυτούς τους δημιουργικούς στοχαστές ή αργόσχολους, ωστόσο πέρα από κάθε φιλοσοφική προσέγγιση της εργασίας, θεωρώ ότι υπάρχει και μία αναμφισβήτητα ρεαλιστική αντιμετώπιση. Η δουλειά μέσα σ' ένα οποιοδήποτε κοινωνικό πλαίσιο έχει σαν πρωταρχικό της στόχο την εξασφάλιση των προς το ζην. Αν στη συνέχεια, ο όρος εργασία, ντύνεται με σεβαστή ποσότητα ματαιοδοξίας και άλλων χαρακτηριστικών, αυτό δεν έχει να κάνει με την βασική της ουσία, αλλά με διάφορες άλλες, άσχετες στην κουβέντα μας, κοινωνικές παραμέτρους. Έχοντας, λοιπόν, σα βάση πως η εργασία κατά κύριο λόγο εξασφαλίζει την επιβίωση, θεωρώ ότι η έλλειψη επιλεκτικότητας δεν είναι και τόσο επονείδιστη νοοτροπία τελικά. Οποιαδήποτε εργασία είναι σεβαστή, στο βαθμό που εξασφαλίζει τα απαραίτητα (μια προσθήκη θα ήταν αν σέβεται επίσης και την αξιοπρέπεια του ατόμου, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση). Αν επιπλέον σε κάποιον δοθεί και η "πολυτέλεια" της επιλογής, τότε ναι, πραγματικά θα ήταν το ιδανικό, να συνδυάζεται δηλαδή η εργασία και με επιπλέον ψυχική αμοιβή. Αλλά υποστηρίζω ότι η κατεξοχήν ψυχική αμοιβή οποιασδήποτε εργασίας θα έπρεπε να είναι (όχι δίχως κάποιες ανθρωπιστικές προϋποθέσεις) απλά και μόνον το γεγονός της εξασφάλισης των απαραίτητων εφοδίων διαβίωσης. Τα υπόλοιπα είναι αστικές μπούρδες και σε αυτό θα προχωρήσω αμέσως.
Ο Νίτσε με την οξεία του διανόηση καταφέρνει ίσως να ξεγελάσει ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό, αν φυσικά τα κείμενα του βρίθουν ουσίας και δεν είναι απλά φιλοσοφικά παιχνίδια και σκαριφήματα. Κατηγορεί τη μάζα, "όλων σχεδόν των ανθρώπων σήμερα στις πολιτισμένες χώρες", αλλά μήπως τελικά η όλη κουβέντα γίνεται για την αστική τάξη και μόνον; Θα προσπαθήσω να δείξω ότι η σκέψη του Νίτσε είναι εξίσου αστική με τη στάση που κατακρίνει, είναι σα να λέμε η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Χρησιμοποιώντας εκφράσεις του τύπου "ικανοποιητική αμοιβή" ή "δουλειά για να έχεις ένα μισθό", οι οποίες είναι εκφράσεις όχι ουδέτερες αλλά με έντεχνα καλυμμένη φόρτιση, καταφέρνει να αποθαρρύνει ερωτήματα διαφόρων ειδών. Παράδειγμα: τι σημαίνει ικανοποιητική αμοιβή για τον καθένα; τι σημαίνει "δουλειά για να έχεις ένα μισθό"; σημαίνει "για να έχει ένα μισθό να ζήσεις" ή "για να έχεις ένα μισθό να ζήσεις άνετα"; Κανένα ενδιαφέρον τελικά για τα κίνητρα που οδηγούν τους πολλούς στο να διαλέξουν μια εργασία απλά για το μισθό, όταν μεροληπτικά δίνεται τόσο βάρος στα γιατί και πώς της εκλεκτής κι εκλεκτικής μειοψηφίας. Μεγάλο τελικά το έλλειμα του νοήματος, σαν βάζει κανείς τελεία νωρίτερα απ' ότι θα έπρεπε.
Οι άνθρωποι του Νίτσε, αυτοί οι "εφευρετικοί αργόσχολοι", τους ξέρουμε καλά. Κρυφο-αστοί που ζούσαν με τις πλάτες των γονέων τους (οι οποίοι φύσικα ζούσαν κι εργάζονταν με τη φιλοσοφία του συστήματος), με τις πλάτες φίλων, ευεργετών, με κληρονομιές, εμβάσματα, παρακαταθήκες κι όλα τα ωραία σχετικά. Άνθρωποι που από οικονομικής απόψεως έζησαν, εντελώς ή εν μέρει, "παρασιτικά" κι έτσι είχαν όλη την άνεση να υπόκεινται στην "πολυτέλεια" της ανίας. Κι αντίρρηση καμμία, στο βαθμό που δεν μας τσαμπουνάνε παραμύθες και αμπελοφιλοσοφίες, εις βάρος ανθρώπων που απέκτησαν ένα οικονομικό περίσσεμα, αναζητώντας ετούτη την κατάπτυστη "ικανοποιητική αμοιβή", χρησιμοποιώντας την εργασία "ως μέσο και όχι ως σκοπό". Υπήρξαν, φυσικά, και ξεχωριστοί άνθρωποι, από εκείνους που εννοεί ο Νίτσε. Ωστόσο, μικρή σχέση υποθέτω είχαν με αυτό το τσούρμο των "καλλιτεχνών, λογής θεωρητικών και αργόσχολων που περνούν τη ζωή τους με το κυνήγι, τα ταξίδια, τις ερωτοδουλειές και τις περιπέτειες", το οποίο ελάχιστα πεινασμένο ή εξαθλιωμένο ακούγεται. Το ιδανικό που περιγράφει ο Νίτσε είναι ένα ξεκάθαρα αστικό ιδανικό, μιας ίσως ξεχωριστής κατηγορίας αστών, ωστόσο αστών. Κανένας εξαθλιωμένος εκπρόσωπος του φτωχο-μαχαλά δεν είχε ποτέ το περιθώριο να κυνηγήσει την "ουσία" στην εργασία του ή να απολαύσει την ανία του, πράγμα που επιτυγχάνεται κατά κανόνα με γεμάτο ή έστω μισογεμάτο στομάχι. Αυτά συμβαίνουν όταν η φιλοσοφία απομακρύνεται σε ύψη δυσθεώρητα, χάνοντας την επαφή με την πραγματικότητα κι εκεί στα αιθέρια νεφελώματα των ονειροπολήσεων, ξεχνάει τους αγώνες που δίνονται καθημερινά στη λάσπη...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου