Πρόσφατα διάβασα μια αρκετά ενδιαφέρουσα ανάλυση πάνω στο θέμα της έκτρωσης. Αποφεύγοντας να καταχραστώ τη φιλοξενία του blog, με το δυσανάλογα μακροσκελές μου σχόλιο, αποφάσισα να το αναρτήσω σαν ξεχωριστό post στον δικό μου χώρο. Το βασικό κείμενο, όπως και μερικά σχόλια, με καλύπτουν σε μεγάλο βαθμό, οπότε δεν έχω κάτι να προσθέσω στην εξονυχιστική διευρεύνηση που έκαναν τα παιδιά εκεί, για την κάθε περίπτωση. Είναι ευνόητο, ωστόσο οφείλω να το διευκρινήσω, ότι καλό θα ήταν να διαβάσετε πρώτα το αρχικό κείμενο και τα σχόλια, και κατόπιν τις δικές μου παρατηρήσεις:
http://blog.theorein.org/?p=141 (*)
(*) Το Theorein δεν υπάρχει πλέον, εδώ και χρόνια. Λαμβάνω το θράσος, να επισυνάψω το εκτυπωμένο απολίθωμα, από το δικό μου αρχείο, υπό μορφή pdf. Εδώ.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι ακόμη και τα πιο φιλότιμα, τίμια και ειλικρινή πνεύματα σαν επιχειρήσουν να θέσουν τα θέματα που αφορούν τη ζωή κάτω από το νυστέρι της λογικής κατανόησης, με άλλα λόγια κόβοντας και ράβοντας να οριοθετήσουν και να κατηγοριοποιήσουν, είναι καταδικασμένα σε μια ατέρμονη επιχειρηματολογία – όχι μάταιη απαραίτητα. Κάθε έκφανση της ζωής χαρακτηρίζεται από μια συνέχεια, από μια αδιάλειπτη ροή δυναμικού. Η προσπάθεια να τμήσουμε τη συνέχεια αυτή και να «εκβιάσουμε» την αποδοχή ορίων εδώ, εκεί ή λίγο πιο πέρα, πολύ φοβάμαι ότι δεν έχει ελπίδες να αποτελέσει τίποτε περισσότερο από μια, καθ’ όλα επιθυμητή αλλά ουδόλως αδιαμφισβήτητη, ηθική σύμβαση. Κι ενώ είμαστε πεπεισμένοι ότι δεν παίρνουμε τη ζωή καθόλου στην πλάκα, γι’ αυτό και όλη ετούτη η ηθική πάλη με την κοινωνία ή με τους εαυτούς μας, ωστόσο ίσως εκεί να εξαντλείται και κάθε μας βεβαιότητα – ερήμην φυσικά θεολογικών και θεοσοφικών προσεγγίσεων. Με βάση, λοιπόν, τα προηγούμενα – αλλά και το κείμενο του Νικόλα – θέλω να εκθέσω πέντε–έξι σκέψεις–ερωτήματα:
α) Είναι βασικό να ξεκαθαρίσουμε – ίσως εγώ να μην το κατάλαβα – αν η στάση μας απέναντι στην έκτρωση αφορά τη στάση μας απέναντι στην ανθρώπινη ζωή ή στην ανθρώπινη αυτοσυνείδηση. Δεν είναι καθόλου αυταπόδεικτο, βέβαια, πως το πρώτο συνεπάγεται το δεύτερο, κι αν ναι από πιο ηλικιακό στάδιο και μετά. Επίσης, δεν είναι καθόλου απίθανο σε κάποια μελλοντική εποχή, ακόμη κι αυτή η ανθρώπινη αυτοσυνείδηση να μη συνεπάγεται απαραίτητα την ανθρώπινη ζωή (πχ. τεχνητή νοημοσύνη). Αυτό θαρρώ πως πρέπει να καταστεί σαφές πριν από κάθε συζήτηση, αφού μετατοπίζει αισθητά το ειδικό βάρος της.
β) Επιπλέον, δεν έχω πειστεί σε καμία περίπτωση πως η ανθρώπινη ζωή ξεκινάει απλά μετά τη σύλληψη (ωστόσο, δεκτό σαν βάση για να κατανοήσω την επιχειρηματολογία του Νικόλα) γιατί αυτή η σκέψη εμπεριέχει μια σύμβαση που δεν είμαι σίγουρος ότι αποδέχομαι. Ότι, δηλαδή, άλλο η ζωή γενικά και άλλο η ανθρώπινη ζωή. Η ζωή έχει μια συνέχεια που μας πηγαίνει δισεκατομμύρια χρόνια στο παρελθόν, απ' όπου κατάφερε με αξιοθαύμαστο πείσμα να μεταλαμπαδεύσει τη σπορά της απ’ τον ένα απόγονο στον άλλο κι από το ένα είδος στο άλλο. Η γραμμή που φτάνει μέχρι τον άνθρωπο δεν είναι μια διακεκομμένη γραμμή αλλά μια συνεχής ευθεία. Αντίθετα με αυτή τη λογική, η αντίληψη αλλά και η ηθική μας στάση, στα ερωτήματα που αφορούν την ανθρώπινη ζωή ειδικότερα, έχουν κατά κύριο λόγο συναισθηματική φόρτιση, γι' αυτό και είναι βασικά και αναπόφευκτα ανθρωποκεντρικά. Εφόσον λοιπόν η ζωή είναι μια αδιάλειπτη ενέργεια, θα χαρακτηρίζει εξίσου τόσο το ωάριο, το σπερματοζωάριο, όσο και το προς συζήτηση ζευγάρωμά τους. Που τελειώνει η ζωή του σπερματοζωαρίου και του ωαρίου και που ξεκινάει του εμβρύου; Ή μήπως δε θεωρούμε το σπερματοζωάριο και το ωάριο ζωντανά; Η τομή των εννοιών είναι καθαρά επιστημονική, έχει δυνατή βάση ως προς τη μορφολογική διαφοροποίηση αυτού που θεωρούμε ζωή, αλλά δεν μας προσφέρει κανένα ικανοποιητικό εργαλείο όσον αφορά την ουσιαστική αφετηρία του.
Αναλογικά, πότε θεωρείται ένας άνθρωπος ενήλικος; Σίγουρα όχι όταν κατοχυρώσει νομικά τις δεκαοχτώ περιστροφές του γύρω από τον ήλιο. Μήπως όταν τελειώσει η εφηβεία; Μα πότε συμβαίνει αυτό; Πότε λαμβάνει τέλος και η τελευταία ορμονική αποκατάσταση, ποια χρονική στιγμή ωριμάζει και το τελευταίο εφηβικό κύτταρο και μπορούμε ανεπιφύλακτα να αποκαλέσουμε κάποιον ενήλικο; Ποιος, τελικά, καταφέρνει να διακρίνει την κίνηση του ωροδείκτη, παρόλο που χαζεύει έκπληκτος τις ώρες να διαδέχονται η μία την άλλη, με ταχυδακτυλουργική δεξιοτεχνία; Η ζωή δεν είναι παρά μια συνεχής και ακούραστη μεταμόρφωση και σαν συνειδητοποιήσουμε ότι τα μόνα όρια που δικαιούμαστε να θέσουμε είναι κατά σύμβαση, συνειδητοποιούμε συνάμα ότι και μια ηθική, που θα περικλείεται από αυτά, θα είναι ομοίως κατά σύμβαση.
γ) Το θέμα τώρα της ανθρώπινης συνείδησης και ποια χρονική στιγμή μπορεί να θεωρηθεί η αφετηρία της (πότε δηλαδή περνούμε από το human στο person, όπως λέτε πολύ εύστοχα), πρέπει να παραδεχτούμε ανεπιφύλακτα ότι είναι ένα θέμα γεμάτο αγκάθια. Η αδυναμία ετούτη είναι κι εκείνη που καθιστά την απόφασή μας πιο δύσκολη και την ευθύνη μας πιο βαριά. Στο βαθμό βέβαια, που το θέμα της ζωής γενικότερα δε μοιάζει να μας απασχολεί με την ίδια θέρμη, αν κατάλαβα καλά, όσο το θέμα της συνείδησης.
δ) Υπό την προϋπόθεση ότι διατηρούμε κάθε υπερβατική και δογματική ηθική μακριά από το πεδίο μας, πρέπει επίσης να αναρωτηθούμε κατά πόσο το θέμα της έκτρωσης αφορά μια αυστηρά προσωπική απόφαση ή εμπεριέχει παραμέτρους κοινωνικές που ξεπερνούν το άτομο. Για χάρη του επιχειρήματος πάντως, αν αποδεχτούμε ότι πρόκειται για μια προσωπική απόφαση, άρα μιλάμε για μια προσωπική ηθική, τότε τι θα εμπόδιζε τελικά την οποιαδήποτε επιλογή; Ή ακόμη καλύτερα, υπό ποια έννοια θα μπορούσαμε να κρίνουμε ο,τιδήποτε ως ανήθικο; Γιατί είναι πιο ηθικό να διακόψουμε μια ζωή στις 24 εβδομάδες απ’ ότι στις 25, στις 30, στις 36 ή από την πρώτη μέρα της σύλληψης; Εφόσον αγνοούμε μιαν απόλυτη και αντικειμενική απάντηση, όποτε και να αποφασίσουμε τη διακοπή της εγκυμοσύνης, η απόφασή μας θα είναι εξίσου ηθική ή ανήθικη, με όποια μονάδα μέτρησης κι αν τη μετρήσουμε.
Πιστεύω ότι μια απάντηση, σ’ ετούτο το ζήτημα, είναι πως θέλουμε βασικά να αποφύγουμε, στον όλο ηθικό μας προβληματισμό, το να αποδεχτούμε στη συνείδησή μας ότι η ανθρώπινη ζωή – συνειδητή ή όχι – μπορεί να αποτελέσει «αντικείμενο». Η ευαισθησία μας έγκειται δηλαδή στο πώς θα καταφέρουμε να διατηρήσουμε ηθικά αλώβητη την αντίληψη που έχουμε για τον άνθρωπο γενικότερα – ασχέτως ηλικίας, εμβρυακής ή γεροντικής – ως ξεχωριστή ύπαρξη, ως «υποκείμενο», παράλληλα με την αποδοχή μιας ανηλεούς αναγκαιότητας του βίου που μας ωθεί στιγμές στο χείλος του Καιάδα.
ε) Τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι η απόφαση να θέσουμε τέρμα σε μια ζωή κρύβει περισσότερα και πιο αμφιλεγόμενα ηθικά διλήμματα απ’ όταν παίρνουμε την απόφαση να φέρουμε μια ζωή στον κόσμο; Και στις δύο περιπτώσεις: (1) στο βαθμό που αποτελούν συνειδητή επιλογή εμπεριέχουν εξίσου σημαντικές ηθικές συνιστώσες και (2) η επιλογή γίνεται χωρίς να ερωτάται ο άμεσα ενδιαφερόμενος, πράγμα που φυσικά δεν είναι δυνατόν. Φυσικά και καταλαβαίνω τα αντεπιχειρήματα, ωστόσο θεωρώ ότι δεν πρέπει να παραμελήσουμε και την άλλη πλευρά του νομίσματος: για να υπάρχει μια ηθική–ανήθικη έκτρωση θα πρέπει να έχει προηγηθεί μια ηθική–ανήθικη σύλληψη. Θα μπορούσε κανείς εδώ, ίσως με μια γεύση υπερβολής, να υποθέσει ότι δε στερείται δικαιωμάτων ακόμη και το... αγέννητο παιδί.
στ) Για να μη γίνω περισσότερο κουραστικός, θεωρώ πως η ηθική μας απέναντι στο έμβρυο, όπως και απέναντι στον άνθρωπο γενικά, έχει περισσότερο συναισθηματική παρά ορθολογική βάση. Σε κάποιο βαθμό, αυτό ίσως να οφείλεται στην προβολή κάθε ηθικής στον εαυτό μας και στην δική μας, συνεκδοχική, απέχθεια ή αποδοχή. Από αυτήν την άποψη ίσως κάποια στιγμή η επιχειρηματολογία πρέπει να «σταματάει» (δεν το εννοώ ουσιαστικά αλλά πρακτικά) σ’ εκείνο το συμβατικό όριο όπου, ο στοχασμός αδυνατεί και η καρδιά δυσανασχετεί. Εκεί όπου αισθανόμαστε ότι δεν θίγονται τα δικαιώματα ούτε του παιδιού, ούτε και της μητέρας ή, από μια διαφορετική προσέγγιση, πως θίγονται εξίσου και των δύο.
Ίσως να ήταν επιθυμητό, πριν κλείσω, να πάρω κάποια θέση. Θεωρώ ότι στο τελευταίο σχόλιο του Νικόλα, απ’ το συγκεχυμένο (ως προς την παρηγοριά κάποιας προφανούς άκρης) νεφέλωμα των επιχειρημάτων του αρχικού κειμένου, σκάζουν οι πρώτες αδύναμες αλλά φωτεινές αχτίδες. Και αυτό μάλλον, γιατί τα τελευταία του σχόλια ήταν πιο προσωπικά κι έτσι επέτρεψε μια μικρή θέση στην καρδιά ή την διαίσθηση. Αυτό είναι σε συμφωνία με τη δική μου θέση, όπως την ανέφερα στο (στ). Θέλοντας να αποφύγω όρους όπως ηθική–ανήθικη, αποδέχομαι την έκτρωση σε κάθε περίπτωση ως μια νόμιμη επιλογή (όχι υπό την νομική έννοια εννοείται), όχι όμως χωρίς την εξής προϋπόθεση: να αποτελεί απολύτως συνειδητή απόφαση για τους ανθρώπους που εμπλέκονται σε αυτή, μια απόφαση με πλήρη επίγνωση των ευθυνών και των συνεπειών, που αυτή συνεπάγεται. Αυτό κατοχυρώνει δυο πικρές αλήθειες: (1) από τις δυο ζωές, τις οποίες αφορά η έκτρωση, δυστυχώς μονάχα η μία έχει δυνατότητες επιλογής και (2) η απόφαση αυτή, όπως και οποιαδήποτε άλλη, όντας συνειδητή, αφορά ένα προσωπικό ταξίδι ωρίμανσης (της μητέρας και όχι μόνο) προς την κατάκτηση μιας ηθικής στάσης, δια της εμπειρικής πλέον επίγνωσης των ευθυνών και της σκληρότητας με την οποία αυτές αναγνωρίζονται και κερδίζονται. Από τη στιγμή που σκοτώσαμε τους θεούς μας ποιος απομένει άλλος από εμάς για να πάρει τις αποφάσεις; Εννοείται, φυσικά από τα προηγούμενα, ότι καταδικάζω κάθε απερίσκεπτη αντιμετώπιση, παρόλο που από πλευράς αποτελέσματος και μόνον, μπορεί να βρίσκεται σε πλήρη συμβατότητα με την προηγούμενη περιγραφή. Περιπτώσεις τύπου Ziegler θεωρώ ότι έχουν μια μορφή παθογένειας και δεν εμπίπτουν στην συζήτησή μας. Άρα ο διαχωρισμός που προτείνω έχει να κάνει περισσότερο με την ποσότητα και την ποιότητα της δικής μας συνείδησης παρά με εκείνη του εμβρύου.
Όσον αφορά τα χρονικά περιθώρια, νομίζω ότι δεν υπάρχει ξεκάθαρο όριο για το πότε πρέπει να γίνεται μια έκτρωση. Μάλλον, να γίνεται όσον το δυνατόν νωρίτερα, όσο αόριστο κι αν ακούγεται αυτό. Πρέπει να απενοχοποιήσουμε τα όρια, νομικά και ηθικά, και να αποκτήσουν οι άνθρωποι την παιδεία να αποφασίζουν όσο πιο γρήγορα και υπεύθυνα γίνεται, γνωρίζοντας ότι κάθε λεπτό που χάνεται επιβαρύνει τη φόρτιση της απόφασης. Αν για κάποιους λόγους ο καιρός έχει περάσει ανεπιστρεπτί (κι αυτό περισσότερο θα το κρίνει η καρδιά μας και όχι μια συγκεκριμένη ημερομηνία) κι εφόσον δε συντρέχουν λόγοι υγείας για τη μητέρα, τότε η δυνατότητα για μια «ανώνυμη γέννα», όπως αναφέρεται στο σχόλιο του Δημήτρη, είναι θεωρώ η πιο τίμια λύση. Μια λύση, η οποία επιπλέον υποδεικνύει διακριτικά ότι η έκτρωση είναι ένα ηθικό δίλημμα, που αμβλύνεται καθοριστικά εάν αναζητήσουμε τη λύση του στα πλαίσια μιας κοινωνίας και όχι ενός ατόμου μόνο. Μιας κοινωνίας που θα δρα με την αρωγή και την υποστήριξη, κατευθύνοντας προς τη διατήρηση της ζωής, και όχι με την επιβολή και τη σύγκρουση, αναπαράγοντας έτσι τα ίδια διλήμματα σε άλλο επίπεδο. Απουσία τέτοιας δυνατότητας θεωρώ τελικά κάθε επιλογή κατανοητή, γιατί δυσκολεύομαι πραγματικά να συνάγω κάποιον άλλο ηθικό κανόνα, όταν το άτομο καλείται να παλέψει μόνο του (πάντα υπό τις προϋποθέσεις που ανέφερα στην προηγούμενη παράγραφο).
Νομίζω ότι η ηθική στάση που αναζητούμε απέναντι στην έκτρωση, δηλαδή απέναντι στο τι θεωρούμε ζωή-συνείδηση και τι όχι, αναπόφευκτα γίνεται με σχετικούς όρους και έχει να κάνει με την ποιότητα της κοινωνίας, μέσα στην οποία στοχαζόμαστε. Ζητήματα τέτοια φαντάζομαι δεν απασχολούσαν το λαό της αρχαίας Σπάρτης που εφάρμοζε την ευγονική a posteriori (αλήθεια, υπήρχαν άραγε Σπαρτιάτες που δυσανασχετούσαν με αυτή την τακτική;). Ούτε θα απασχολούσαν, στον ίδιο βαθμό, μια κοινωνία η οποία δε θα έπνιγε το άτομο με τις υποχρεώσεις του θεσμού της οικογένειας, αλλά θα αναλάμβανε εξ’ ολοκλήρου κάθε παιδί, σαν απόγονο ολόκληρης της κοινωνίας, μαζί με την ευθύνη της ανατροφής του. Δια μιας θα εξαλείφονταν έτσι οι κοινωνικοί και οικονομικοί ενδοιασμοί και θα παρέμεναν μονάχα η βασική συνιστώσα της πρόληψης για τυχούσες επιπλοκές στην υγεία της μητέρας, καθώς και διάφορες προσωπικές παράμετροι και προβλήματα. Αυτά όμως, τα τελευταία, δεν γνωρίζουμε πώς θα διαμορφώνονταν σε μια παρόμοια κοινωνία και κατά πόσο δε θα έχαναν την αναγκαιότητά τους, τελικά.
Χωρίς την τιμωρία της κόλασης, ναι ο άνθρωπος θα κάνει λάθη, θα σφάλλει πικρά στον αγώνα του να σταθεί όρθιος. Και ναι, ίσως με αυτό τον τρόπο να πάρει στο λαιμό του κάποια ζωή για την οποία ουδέποτε θα κληθεί να απολογηθεί και στην οποία ίσως ουδέποτε απονεμηθεί μιας μορφής δικαιοσύνη. Όμως σαν όλα ετούτα γίνουν με πλήρη συνείδηση και με κάθε συναίσθηση της ευθύνης, τότε με πόση – μα με πόση – περίσκεψη και θλίψη θα σταθεί ο άνθρωπος αυτός απέναντι στο ίδιο δίλημμα, την επόμενη φορά! Αυτή είναι νομίζω η ηθική της ελευθερίας…
http://blog.theorein.org/?p=141 (*)
(*) Το Theorein δεν υπάρχει πλέον, εδώ και χρόνια. Λαμβάνω το θράσος, να επισυνάψω το εκτυπωμένο απολίθωμα, από το δικό μου αρχείο, υπό μορφή pdf. Εδώ.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι ακόμη και τα πιο φιλότιμα, τίμια και ειλικρινή πνεύματα σαν επιχειρήσουν να θέσουν τα θέματα που αφορούν τη ζωή κάτω από το νυστέρι της λογικής κατανόησης, με άλλα λόγια κόβοντας και ράβοντας να οριοθετήσουν και να κατηγοριοποιήσουν, είναι καταδικασμένα σε μια ατέρμονη επιχειρηματολογία – όχι μάταιη απαραίτητα. Κάθε έκφανση της ζωής χαρακτηρίζεται από μια συνέχεια, από μια αδιάλειπτη ροή δυναμικού. Η προσπάθεια να τμήσουμε τη συνέχεια αυτή και να «εκβιάσουμε» την αποδοχή ορίων εδώ, εκεί ή λίγο πιο πέρα, πολύ φοβάμαι ότι δεν έχει ελπίδες να αποτελέσει τίποτε περισσότερο από μια, καθ’ όλα επιθυμητή αλλά ουδόλως αδιαμφισβήτητη, ηθική σύμβαση. Κι ενώ είμαστε πεπεισμένοι ότι δεν παίρνουμε τη ζωή καθόλου στην πλάκα, γι’ αυτό και όλη ετούτη η ηθική πάλη με την κοινωνία ή με τους εαυτούς μας, ωστόσο ίσως εκεί να εξαντλείται και κάθε μας βεβαιότητα – ερήμην φυσικά θεολογικών και θεοσοφικών προσεγγίσεων. Με βάση, λοιπόν, τα προηγούμενα – αλλά και το κείμενο του Νικόλα – θέλω να εκθέσω πέντε–έξι σκέψεις–ερωτήματα:
α) Είναι βασικό να ξεκαθαρίσουμε – ίσως εγώ να μην το κατάλαβα – αν η στάση μας απέναντι στην έκτρωση αφορά τη στάση μας απέναντι στην ανθρώπινη ζωή ή στην ανθρώπινη αυτοσυνείδηση. Δεν είναι καθόλου αυταπόδεικτο, βέβαια, πως το πρώτο συνεπάγεται το δεύτερο, κι αν ναι από πιο ηλικιακό στάδιο και μετά. Επίσης, δεν είναι καθόλου απίθανο σε κάποια μελλοντική εποχή, ακόμη κι αυτή η ανθρώπινη αυτοσυνείδηση να μη συνεπάγεται απαραίτητα την ανθρώπινη ζωή (πχ. τεχνητή νοημοσύνη). Αυτό θαρρώ πως πρέπει να καταστεί σαφές πριν από κάθε συζήτηση, αφού μετατοπίζει αισθητά το ειδικό βάρος της.
β) Επιπλέον, δεν έχω πειστεί σε καμία περίπτωση πως η ανθρώπινη ζωή ξεκινάει απλά μετά τη σύλληψη (ωστόσο, δεκτό σαν βάση για να κατανοήσω την επιχειρηματολογία του Νικόλα) γιατί αυτή η σκέψη εμπεριέχει μια σύμβαση που δεν είμαι σίγουρος ότι αποδέχομαι. Ότι, δηλαδή, άλλο η ζωή γενικά και άλλο η ανθρώπινη ζωή. Η ζωή έχει μια συνέχεια που μας πηγαίνει δισεκατομμύρια χρόνια στο παρελθόν, απ' όπου κατάφερε με αξιοθαύμαστο πείσμα να μεταλαμπαδεύσει τη σπορά της απ’ τον ένα απόγονο στον άλλο κι από το ένα είδος στο άλλο. Η γραμμή που φτάνει μέχρι τον άνθρωπο δεν είναι μια διακεκομμένη γραμμή αλλά μια συνεχής ευθεία. Αντίθετα με αυτή τη λογική, η αντίληψη αλλά και η ηθική μας στάση, στα ερωτήματα που αφορούν την ανθρώπινη ζωή ειδικότερα, έχουν κατά κύριο λόγο συναισθηματική φόρτιση, γι' αυτό και είναι βασικά και αναπόφευκτα ανθρωποκεντρικά. Εφόσον λοιπόν η ζωή είναι μια αδιάλειπτη ενέργεια, θα χαρακτηρίζει εξίσου τόσο το ωάριο, το σπερματοζωάριο, όσο και το προς συζήτηση ζευγάρωμά τους. Που τελειώνει η ζωή του σπερματοζωαρίου και του ωαρίου και που ξεκινάει του εμβρύου; Ή μήπως δε θεωρούμε το σπερματοζωάριο και το ωάριο ζωντανά; Η τομή των εννοιών είναι καθαρά επιστημονική, έχει δυνατή βάση ως προς τη μορφολογική διαφοροποίηση αυτού που θεωρούμε ζωή, αλλά δεν μας προσφέρει κανένα ικανοποιητικό εργαλείο όσον αφορά την ουσιαστική αφετηρία του.
Αναλογικά, πότε θεωρείται ένας άνθρωπος ενήλικος; Σίγουρα όχι όταν κατοχυρώσει νομικά τις δεκαοχτώ περιστροφές του γύρω από τον ήλιο. Μήπως όταν τελειώσει η εφηβεία; Μα πότε συμβαίνει αυτό; Πότε λαμβάνει τέλος και η τελευταία ορμονική αποκατάσταση, ποια χρονική στιγμή ωριμάζει και το τελευταίο εφηβικό κύτταρο και μπορούμε ανεπιφύλακτα να αποκαλέσουμε κάποιον ενήλικο; Ποιος, τελικά, καταφέρνει να διακρίνει την κίνηση του ωροδείκτη, παρόλο που χαζεύει έκπληκτος τις ώρες να διαδέχονται η μία την άλλη, με ταχυδακτυλουργική δεξιοτεχνία; Η ζωή δεν είναι παρά μια συνεχής και ακούραστη μεταμόρφωση και σαν συνειδητοποιήσουμε ότι τα μόνα όρια που δικαιούμαστε να θέσουμε είναι κατά σύμβαση, συνειδητοποιούμε συνάμα ότι και μια ηθική, που θα περικλείεται από αυτά, θα είναι ομοίως κατά σύμβαση.
γ) Το θέμα τώρα της ανθρώπινης συνείδησης και ποια χρονική στιγμή μπορεί να θεωρηθεί η αφετηρία της (πότε δηλαδή περνούμε από το human στο person, όπως λέτε πολύ εύστοχα), πρέπει να παραδεχτούμε ανεπιφύλακτα ότι είναι ένα θέμα γεμάτο αγκάθια. Η αδυναμία ετούτη είναι κι εκείνη που καθιστά την απόφασή μας πιο δύσκολη και την ευθύνη μας πιο βαριά. Στο βαθμό βέβαια, που το θέμα της ζωής γενικότερα δε μοιάζει να μας απασχολεί με την ίδια θέρμη, αν κατάλαβα καλά, όσο το θέμα της συνείδησης.
δ) Υπό την προϋπόθεση ότι διατηρούμε κάθε υπερβατική και δογματική ηθική μακριά από το πεδίο μας, πρέπει επίσης να αναρωτηθούμε κατά πόσο το θέμα της έκτρωσης αφορά μια αυστηρά προσωπική απόφαση ή εμπεριέχει παραμέτρους κοινωνικές που ξεπερνούν το άτομο. Για χάρη του επιχειρήματος πάντως, αν αποδεχτούμε ότι πρόκειται για μια προσωπική απόφαση, άρα μιλάμε για μια προσωπική ηθική, τότε τι θα εμπόδιζε τελικά την οποιαδήποτε επιλογή; Ή ακόμη καλύτερα, υπό ποια έννοια θα μπορούσαμε να κρίνουμε ο,τιδήποτε ως ανήθικο; Γιατί είναι πιο ηθικό να διακόψουμε μια ζωή στις 24 εβδομάδες απ’ ότι στις 25, στις 30, στις 36 ή από την πρώτη μέρα της σύλληψης; Εφόσον αγνοούμε μιαν απόλυτη και αντικειμενική απάντηση, όποτε και να αποφασίσουμε τη διακοπή της εγκυμοσύνης, η απόφασή μας θα είναι εξίσου ηθική ή ανήθικη, με όποια μονάδα μέτρησης κι αν τη μετρήσουμε.
Πιστεύω ότι μια απάντηση, σ’ ετούτο το ζήτημα, είναι πως θέλουμε βασικά να αποφύγουμε, στον όλο ηθικό μας προβληματισμό, το να αποδεχτούμε στη συνείδησή μας ότι η ανθρώπινη ζωή – συνειδητή ή όχι – μπορεί να αποτελέσει «αντικείμενο». Η ευαισθησία μας έγκειται δηλαδή στο πώς θα καταφέρουμε να διατηρήσουμε ηθικά αλώβητη την αντίληψη που έχουμε για τον άνθρωπο γενικότερα – ασχέτως ηλικίας, εμβρυακής ή γεροντικής – ως ξεχωριστή ύπαρξη, ως «υποκείμενο», παράλληλα με την αποδοχή μιας ανηλεούς αναγκαιότητας του βίου που μας ωθεί στιγμές στο χείλος του Καιάδα.
ε) Τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι η απόφαση να θέσουμε τέρμα σε μια ζωή κρύβει περισσότερα και πιο αμφιλεγόμενα ηθικά διλήμματα απ’ όταν παίρνουμε την απόφαση να φέρουμε μια ζωή στον κόσμο; Και στις δύο περιπτώσεις: (1) στο βαθμό που αποτελούν συνειδητή επιλογή εμπεριέχουν εξίσου σημαντικές ηθικές συνιστώσες και (2) η επιλογή γίνεται χωρίς να ερωτάται ο άμεσα ενδιαφερόμενος, πράγμα που φυσικά δεν είναι δυνατόν. Φυσικά και καταλαβαίνω τα αντεπιχειρήματα, ωστόσο θεωρώ ότι δεν πρέπει να παραμελήσουμε και την άλλη πλευρά του νομίσματος: για να υπάρχει μια ηθική–ανήθικη έκτρωση θα πρέπει να έχει προηγηθεί μια ηθική–ανήθικη σύλληψη. Θα μπορούσε κανείς εδώ, ίσως με μια γεύση υπερβολής, να υποθέσει ότι δε στερείται δικαιωμάτων ακόμη και το... αγέννητο παιδί.
στ) Για να μη γίνω περισσότερο κουραστικός, θεωρώ πως η ηθική μας απέναντι στο έμβρυο, όπως και απέναντι στον άνθρωπο γενικά, έχει περισσότερο συναισθηματική παρά ορθολογική βάση. Σε κάποιο βαθμό, αυτό ίσως να οφείλεται στην προβολή κάθε ηθικής στον εαυτό μας και στην δική μας, συνεκδοχική, απέχθεια ή αποδοχή. Από αυτήν την άποψη ίσως κάποια στιγμή η επιχειρηματολογία πρέπει να «σταματάει» (δεν το εννοώ ουσιαστικά αλλά πρακτικά) σ’ εκείνο το συμβατικό όριο όπου, ο στοχασμός αδυνατεί και η καρδιά δυσανασχετεί. Εκεί όπου αισθανόμαστε ότι δεν θίγονται τα δικαιώματα ούτε του παιδιού, ούτε και της μητέρας ή, από μια διαφορετική προσέγγιση, πως θίγονται εξίσου και των δύο.
Ίσως να ήταν επιθυμητό, πριν κλείσω, να πάρω κάποια θέση. Θεωρώ ότι στο τελευταίο σχόλιο του Νικόλα, απ’ το συγκεχυμένο (ως προς την παρηγοριά κάποιας προφανούς άκρης) νεφέλωμα των επιχειρημάτων του αρχικού κειμένου, σκάζουν οι πρώτες αδύναμες αλλά φωτεινές αχτίδες. Και αυτό μάλλον, γιατί τα τελευταία του σχόλια ήταν πιο προσωπικά κι έτσι επέτρεψε μια μικρή θέση στην καρδιά ή την διαίσθηση. Αυτό είναι σε συμφωνία με τη δική μου θέση, όπως την ανέφερα στο (στ). Θέλοντας να αποφύγω όρους όπως ηθική–ανήθικη, αποδέχομαι την έκτρωση σε κάθε περίπτωση ως μια νόμιμη επιλογή (όχι υπό την νομική έννοια εννοείται), όχι όμως χωρίς την εξής προϋπόθεση: να αποτελεί απολύτως συνειδητή απόφαση για τους ανθρώπους που εμπλέκονται σε αυτή, μια απόφαση με πλήρη επίγνωση των ευθυνών και των συνεπειών, που αυτή συνεπάγεται. Αυτό κατοχυρώνει δυο πικρές αλήθειες: (1) από τις δυο ζωές, τις οποίες αφορά η έκτρωση, δυστυχώς μονάχα η μία έχει δυνατότητες επιλογής και (2) η απόφαση αυτή, όπως και οποιαδήποτε άλλη, όντας συνειδητή, αφορά ένα προσωπικό ταξίδι ωρίμανσης (της μητέρας και όχι μόνο) προς την κατάκτηση μιας ηθικής στάσης, δια της εμπειρικής πλέον επίγνωσης των ευθυνών και της σκληρότητας με την οποία αυτές αναγνωρίζονται και κερδίζονται. Από τη στιγμή που σκοτώσαμε τους θεούς μας ποιος απομένει άλλος από εμάς για να πάρει τις αποφάσεις; Εννοείται, φυσικά από τα προηγούμενα, ότι καταδικάζω κάθε απερίσκεπτη αντιμετώπιση, παρόλο που από πλευράς αποτελέσματος και μόνον, μπορεί να βρίσκεται σε πλήρη συμβατότητα με την προηγούμενη περιγραφή. Περιπτώσεις τύπου Ziegler θεωρώ ότι έχουν μια μορφή παθογένειας και δεν εμπίπτουν στην συζήτησή μας. Άρα ο διαχωρισμός που προτείνω έχει να κάνει περισσότερο με την ποσότητα και την ποιότητα της δικής μας συνείδησης παρά με εκείνη του εμβρύου.
Όσον αφορά τα χρονικά περιθώρια, νομίζω ότι δεν υπάρχει ξεκάθαρο όριο για το πότε πρέπει να γίνεται μια έκτρωση. Μάλλον, να γίνεται όσον το δυνατόν νωρίτερα, όσο αόριστο κι αν ακούγεται αυτό. Πρέπει να απενοχοποιήσουμε τα όρια, νομικά και ηθικά, και να αποκτήσουν οι άνθρωποι την παιδεία να αποφασίζουν όσο πιο γρήγορα και υπεύθυνα γίνεται, γνωρίζοντας ότι κάθε λεπτό που χάνεται επιβαρύνει τη φόρτιση της απόφασης. Αν για κάποιους λόγους ο καιρός έχει περάσει ανεπιστρεπτί (κι αυτό περισσότερο θα το κρίνει η καρδιά μας και όχι μια συγκεκριμένη ημερομηνία) κι εφόσον δε συντρέχουν λόγοι υγείας για τη μητέρα, τότε η δυνατότητα για μια «ανώνυμη γέννα», όπως αναφέρεται στο σχόλιο του Δημήτρη, είναι θεωρώ η πιο τίμια λύση. Μια λύση, η οποία επιπλέον υποδεικνύει διακριτικά ότι η έκτρωση είναι ένα ηθικό δίλημμα, που αμβλύνεται καθοριστικά εάν αναζητήσουμε τη λύση του στα πλαίσια μιας κοινωνίας και όχι ενός ατόμου μόνο. Μιας κοινωνίας που θα δρα με την αρωγή και την υποστήριξη, κατευθύνοντας προς τη διατήρηση της ζωής, και όχι με την επιβολή και τη σύγκρουση, αναπαράγοντας έτσι τα ίδια διλήμματα σε άλλο επίπεδο. Απουσία τέτοιας δυνατότητας θεωρώ τελικά κάθε επιλογή κατανοητή, γιατί δυσκολεύομαι πραγματικά να συνάγω κάποιον άλλο ηθικό κανόνα, όταν το άτομο καλείται να παλέψει μόνο του (πάντα υπό τις προϋποθέσεις που ανέφερα στην προηγούμενη παράγραφο).
Νομίζω ότι η ηθική στάση που αναζητούμε απέναντι στην έκτρωση, δηλαδή απέναντι στο τι θεωρούμε ζωή-συνείδηση και τι όχι, αναπόφευκτα γίνεται με σχετικούς όρους και έχει να κάνει με την ποιότητα της κοινωνίας, μέσα στην οποία στοχαζόμαστε. Ζητήματα τέτοια φαντάζομαι δεν απασχολούσαν το λαό της αρχαίας Σπάρτης που εφάρμοζε την ευγονική a posteriori (αλήθεια, υπήρχαν άραγε Σπαρτιάτες που δυσανασχετούσαν με αυτή την τακτική;). Ούτε θα απασχολούσαν, στον ίδιο βαθμό, μια κοινωνία η οποία δε θα έπνιγε το άτομο με τις υποχρεώσεις του θεσμού της οικογένειας, αλλά θα αναλάμβανε εξ’ ολοκλήρου κάθε παιδί, σαν απόγονο ολόκληρης της κοινωνίας, μαζί με την ευθύνη της ανατροφής του. Δια μιας θα εξαλείφονταν έτσι οι κοινωνικοί και οικονομικοί ενδοιασμοί και θα παρέμεναν μονάχα η βασική συνιστώσα της πρόληψης για τυχούσες επιπλοκές στην υγεία της μητέρας, καθώς και διάφορες προσωπικές παράμετροι και προβλήματα. Αυτά όμως, τα τελευταία, δεν γνωρίζουμε πώς θα διαμορφώνονταν σε μια παρόμοια κοινωνία και κατά πόσο δε θα έχαναν την αναγκαιότητά τους, τελικά.
Χωρίς την τιμωρία της κόλασης, ναι ο άνθρωπος θα κάνει λάθη, θα σφάλλει πικρά στον αγώνα του να σταθεί όρθιος. Και ναι, ίσως με αυτό τον τρόπο να πάρει στο λαιμό του κάποια ζωή για την οποία ουδέποτε θα κληθεί να απολογηθεί και στην οποία ίσως ουδέποτε απονεμηθεί μιας μορφής δικαιοσύνη. Όμως σαν όλα ετούτα γίνουν με πλήρη συνείδηση και με κάθε συναίσθηση της ευθύνης, τότε με πόση – μα με πόση – περίσκεψη και θλίψη θα σταθεί ο άνθρωπος αυτός απέναντι στο ίδιο δίλημμα, την επόμενη φορά! Αυτή είναι νομίζω η ηθική της ελευθερίας…
Υ.Γ. 1. Η ανάλυση του Νικόλα και τα διάφορα παραδείγματα με τον βιολονίστα μας επιτρέπουν μια κλεφτή ματιά στην πολυπλοκότητα του προβλήματος. Αν διακρίνω σωστά, η ηθική που χτίζεται με αυτόν τον τρόπο καταλήγει συνήθως στην ευθύνη του ατόμου (η γυναίκα πρέπει να αποφασίσει, σε κάθε περίπτωση) κάτι που δε διαφέρει από αυτό που πιστεύω κι εγώ. Η διαφορά έγκειται στο ότι εγώ πιστεύω σε μια ηθική που ωριμάζει και ολοκληρώνεται από ή μαζί με τις αποφάσεις μας και δεν προϋπάρχει αυτών (πχ. το ερώτημα "τι δικαιούται κάποιος να κάνει" υπονοεί μια ηθική που προϋπάρχει και καλούμαστε να την αναζητήσουμε και να συμμορφωθούμε μαζί της).
Υ.Γ. 2. Εννοείται ότι οι απόψεις μου είναι ανοιχτές σε οποιαδήποτε κριτική και είμαι πρόθυμος να αναθεωρήσω σε σημεία ή ακόμη και άρδην, εφόσον χρειαστεί. Οι συλλογισμοί μου είναι κυρίως σχόλια, έτσι στερούνται μια αυστηρά δομημένης φιλοσοφικής αντιμετώπισης (όχι πως θα μπορούσα να επιτύχω κάτι τέτοιο, ούτως ή άλλως, με την υπάρχουσα υποδομή μου). Ίσως, κάποια στιγμή συνοψίσω σε ένα πιο περιεκτικό και συνεπές κείμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου