28 Αυγ 2018

Αυτό το ergo το έχω ξαναδεί ... [ Μέρος Δεύτερο ]

Λέγαμε, λοιπόν, πως η φράση «σκέφτομαι άρα υπάρχω» είναι ένας απεγνωσμένος κι ανασφαλής πλεονασμός. Στην καθαρή συνείδηση θα 'πρεπε ν' αρκεί τούτο το δωρικό κι ανόθευτο «υπάρχω», δίχως αιτιολόγηση ή φλυαρία. Δίχως διαμεσολάβηση από το βίωμα ως το συμπέρασμα. Οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς επίρρωση του άμεσου αισθήματος της ύπαρξης, άλλο δεν κάνει απ' το να θολώνει τα νερά και να μολύνει το νου με σύγχυση και αντιφάσεις. Θα τολμούσα να υποστηρίξω πως ακόμα κι αυτή η ίδια η λέξη - «υπάρχω» - είναι, πέρα ως πέρα, περιττή, για το νου που ενδοσκοπεί. Ας τη δεχτούμε, ωστόσο, για χάρη αυτού που παλεύουμε εδώ ∙ πώς να γίνει Φιλοσοφία δίχως λέξεις; Ας γίνει ανεκτή, ακόμα ακόμα, για χάρη μιας κάποιας επικοινωνίας. Άραγε με ποιον, αν κάθε συνείδηση εκτός απ' τη δική μου είναι απρόσιτη και καταδικασμένη στη χώρα των ψευδαισθήσεων; Μπορεί, τέλος πάντων, για χάρη της ενδο-επικοινωνίας. Ας μη μιλώ, ωστόσο, στον αέρα ...

Αν είναι να πιάσουμε το σκεπτικισμό επ' ώμου - όπως μας συμβουλεύει ο συνετός Ντεκάρτ - και να χτυπούμε όπου να 'ναι με πείσμα αμείωτο, παίζοντάς το μάλιστα και καμπόσοι, τότε οφείλουμε να τραβήξουμε το σκεπτικισμό ως τέρμα, ίσαμε εκεί που ο σκεπτικισμός δε θα 'χει πλέον νόημα. Οχι να τόνε παρατήσουμε στα μισά του δρόμου ή σε οποιοδήποτε κλάσμα της διαδρομής, μας φαίνεται περισσότερο συμφέρον. Ο Ντεκαρτ αραδιάζει φυσικά τα δικά του, μα ξεχνάει πως μέσα στην υπαρκτική του βεβαιότητα (που είναι κι απομόνωση) είναι γεμάτος ικανότητες, που δεν είναι διόλου προφυλαγμένες απ' τον σκεπτικισμό, τον οποίο επιφύλαξε μεροληπτικά μονάχα για τα εξωτερικά ερεθίσματα. Για παράδειγμα - το πιο απλό - εκφράζεται με λέξεις και σε μια συγκεκριμένη γλώσσα, άριστα δομημένες κι οργανωμένες σε πολύπλοκους κανόνες. Τη γλώσσα φυσικά ετούτη δεν την κατέκτησε αφ' ης στιγμής ξεκίνησε να μιλά, αλλά σταδιακά και σε βάθος πολλών ετών, διαρκώς διευρύνωντας και εκλεπτύνοντάς την. Με άλλα λόγια, απέκτησε ο φιλόσοφος την ικανότητα ετούτη στο βάθος κάποιου χρόνου και - όπως έχουμε ήδη σχολιάσει - με την πολύτιμη βοήθεια της μνήμης και της ανάκλησης των δεδομένων, που απαιτεί η κάθε του προσπάθεια κι επιθυμία.

Δεν υπάρχει, τώρα, ευκολότερο πράγμα απ' το ν' αμφισβητήσει κανείς την εγκυρότητα της μνήμης, ενός νου μονάχου κι απομονωμένου. Θα το καταφέρουμε, μάλιστα, με τα ίδια γελοία εργαλεία, εκείνα με τα οποία θίχτηκε η εγκυρότητα της κάθε φυσικής υπόστασης. Καθώς ο ίδιος ακριβώς δαίμονας, εκείνος που νωρίτερα μπορούσε να μας παραπλανά, κατασκευάζοντας κατά το δοκούν τα δεδομένα των αισθήσεων, αυτός ο ίδιος θα μπορούσε να κατασκευάζει επίσης και τα δεδομένα της μνήμης, σα να 'ταν εμπειρίες υπαρκτές και βιωμένες. Θα μπορούσε η συνείδηση να εμφανίστηκε στον κόσμο μόλις χθες, μα παρόλα αυτά να προικίστηκε τεχνηέντως με το μνημονικό και τις εμπειρίες μιας ολόκληρης ζωής, σα να 'ταν εδώ από πάντα.

Κι όχι μόνο αυτό, αλλά θα ήταν εξίσου πιθανό, την κάθε μέρα που περνάει οι αναμνήσεις αυτές να αναδιατάσσονται, να αναθεωρούνται, να αλλοιώνονται και πάει λέγοντας. Θα μπορούσε όλες εκείνες οι γνώσεις και οι συνειρμοί, που οδήγησαν το Ντεκάρτ στο φιλοσοφικό του καταστάλλαγμα, απλά να μην υπάρχουν ή να μην έγιναν ποτέ. Θα μπορούσε, πάλι, όλος αυτός ο σκεπτικισμός να είναι σκέψεις εμβόλιμες του δαίμονα, σε μια συνείδηση κατά τ' άλλα άδολη. Ψίθυροι ύπνου κι εντολές ασυνείδητες ή ακόμα και άμεση, ξεδιάντροπη παρέμβαση. Θα μπορούσε ο Ντεκάρτ να μην είναι καν ο Ντεκάρτ - όπως δηλαδή θεωρούσε τον εαυτό του ο ίδιος. Θα μπορούσε να είναι μια συνείδηση «εγκλωβισμένη» σ' ένα τυρβώδες, διαρκές παρόν, αναγεννώμενη από την αρχή ξανά και ξανά, την κάθε καινοφανή στιγμή μετά την άλλη, γυμνή από μνήμες, γυμνή απ' τα πάντα, εφοδιασμένη μονάχα με μία βεβαιότητα : τη βεβαιότητα του είναι. Και κάθε στιγμή, με κάθε καινούργια αναγέννηση, ο πολυμήχανος δαίμονας θα μπορούσε να παρεμβαίνει και να την εφοδιάζει με όσες και όποιες ικανότητες επιθυμούσε ο ίδιος και η δαιμονική του βούληση : με μνήμες, με σκέψεις, με αισθήματα, με οτιδήποτε.

Γίνεται, λοιπόν, φανερό πως όλα αυτά τα λόγια-λόγια-λόγια και οι δικαιολογίες δεν είναι διόλου στο απυρόβλητο, μα ίσα ίσα βράζουν στο ίδιο ακριβώς καζάνι μ' όλα εκείνα που απορρίψαμε αβίαστα, ένεκα αμφιβολιών. Κι εφόσον δε μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για τον οποιονδήποτε συνειρμό, τότε κανένας συνειρμός δεν έχει την παραμικρή αξία, μα και το κάθε συμπέρασμα φαντάζει όμοια ανάξιο και αποβολιμαίο. Κάνοντας την αρχή της αμφισβήτησης, ο Καρτέσιος δε συνειδητοποίησε φυσικά ότι κατέρριπτε πολύ περισσότερα απ' όσα νόμιζε κι ότι πριόνιζε το ίδιο το κλαδί, όπου καθόταν. Μ' αν τούτο έχει καμία φιλοσοφική αξία, τότε χαλάλι. Βρέθηκαμε λοιπόν από τότε, όχι απλά μ' έναν εξωτερικό κόσμο λιγότερο, μα φαίνεται πως φτωχύναμε κι από κάποιο σημαντικό κομμάτι του εσωτερικού κόσμου. Εννοείται όχι, φυσικά, τον κόσμο καθαυτόν - εξακολουθούμε να βιώνουμε τις ζωές μας, με την ίδια αφελή αποδοχή των αισθήσεων - μα την εγκυρότητα, που προσδίδαμε σ' ένα απυρόβλητο, ίσαμε τώρα πεδίο. Γιατί μπορεί να στερήσαμε ανώδυνα καρέκλες και τραπέζια από τα πόδια τους, μα πλέον ούτε τα «cogito» μας στέκουν ορθά, ούτε τα «ergo» μας, στο βαθμό που θα μπορούσαν να μην είναι καν σκέψεις δικές μας. Απομείναμε μονάχα με τούτο το ταπεινό «υπάρχω». Ταπεινό φιλοσοφικά, μ' αυτό το βίωμα-αίσθημα είναι η περιουσία μας ολάκερη. Αυτό το τελευταίο καταφύγιο κανείς δε μπορεί να μας το αφαιρέσει. Ούτε πρωτίστως βιωματικά, ούτε κατόπιν φιλοσοφικά - αν δηλαδή το τελευταίο έχει ούτως ή άλλως καμία σημασία, τώρα που αποστερηθήκαμε τις λέξεις και τους συντακτικούς μας κώδικες ως δυνάμει ψεύδη.

Memories are made of this ...

Τώρα που δεν αφήσαμε πια και πολλά όρθια, ας υποθέσουμε ότι η μνήμη μας έχει, τελικά, μια κάποια εγκυρότητα κι ότι η συνειδητότητα μας - ασχέτως αν συγκροτείται σε συγκεκριμένο πρόσωπο ή όχι - εκτείνεται σε όλη τη διάσταση εκείνη, που αντιλαμβανόμαστε ως χρόνο. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι σε κάποια συγκεκριμένη φάση της ζωής του ο Καρτέσιος έχει πλέον φτάσει σ' εκείνο το επίπεδο φιλοσοφικής ωρίμανσης, που του δίνει τη δυνατότητα να εκφραστεί με διαύγεια : «Σκέφτομαι, άρα υπάρχω». Όμως και δέκα χρόνια πριν, αν προσπαθούσε να θυμηθεί τον εαυτό του, πάλι δε θα μπορούσε ν' αρνηθεί ότι υπήρχε, παρά το γεγονός ότι η διαβεβαίωση αυτή θα του ήταν τότε άγνωστη και μάλλον άχρηστη. Θα μου πείτε, η λειτουργία της μνήμης τον βοηθά να κρίνει αναδρομικά όχι μόνο την παρούσα του κατάσταση, μα και όλα τα προηγούμενά της στάδια. Ακόμη πιο πίσω, θα ήταν δυνατό να θυμηθεί τον εαυτό του σε μια ηλικία, όπου ως παιδί ο σκεπτικισμός δε θα 'χε και μεγάλο νόημα ή σημασία - πιθανότατα να γίνονταν πιστευτά και τα πλέον τερατώδη. Θα μπορούσε, παρόλα αυτά, ν' αναγνωρίσει κανείς μια στοιχειώδη κριτική ικανότητα στα σπάργανα - μάλλον μια καχυποψία - κι ίσως ακόμα και τότε, η φράση ετούτη να 'βγαζε κάποιο νόημα, κατάλληλα αναδιατυπωμένη.

Ακόμα πιο πίσω, όμως, πίσω κι από την ηλικία των δομημένων φράσεων και των πρώτων αρθρώσεων, θα πρέπει ο φιλόσοφος να παραδεχτεί πως, αν κι απολύτως βέβαιος για την ύπαρξή του την εποχή εκείνη - πολλοί άνθρωποι φέρουν μνήμες, που προηγούνται της δομημένης ομιλίας - δε θα μπορούσε να είναι καθόλου βέβαιος για τη σκέψη του - ή καλύτερα για το είδος και την ποιότητά της. Θα πρέπει να παραδεχτεί ότι εξακολουθούσε να υπάρχει π.χ. ως βρέφος, δίχως όμως καμιά νοητική εγγύηση για τούτο. Σ' εκείνο το ενστικτώδες στάδιο, όλη του η ύπαρξη εξαντλούνταν σε ζωϊκές αντιδράσεις απέναντι στα ερεθίσματα και δεν ξερω-γω ποιες άλλες πρωτογενείς, βρεφικές λειτουργίες. Ο Καρτέσιος - κι ο καθένας μας - δεν είναι σε θέση να θυμάται αν και τι σκεφτόταν στην ηλικία εκείνη, αλλά φτάνει σε κάποιο συμπέρασμα από την εμπειρία του, παρατηρώντας άλλες υπάρξεις, πέραν από τον εαυτό του. Ως εκ τούτου, όμως, καταλήγουμε ότι το βρέφος Ντεκάρτ δεν έχει μεγαλύτερη εγκυρότητα απ' όση έχει μια οποιαδήποτε άλλη συνείδηση, η οποία χρησιμεύει ως εγγύηση. Θα μπορούσε - φιλοσοφικά - ο Καρτέσιος να μην υπήρξε ποτέ ως βρέφος ή να εμφανίστηκε ως δια μαγείας στην ηλικία των τριών ετών ή ό,τι άλλο.

Με τη φλυαρία ετούτη - είναι φανερό - θέλω να καταδείξω, σε κάποιο βαθμό, πως η στοχαστική ικανότητα είναι παντελώς αδιάφορη και βάρος περιττό στην αποδεικτική διαδικασία κι ότι οποιοσδήποτε άνθρωπος μπορεί να είναι βέβαιος για την ύπαρξή του, δίχως να χρειάζεται ν' ανατρέχει σε δευτερογενή στηρίγματα. Μα ούτε και φιλοσοφικά χρειάζεται να ειπωθεί οτιδήποτε. Για ποιο λόγο, άραγε, να 'χουμε χρεία μιας απόδειξης; Γιατί δεν αρκεί του φιλοσόφου το ακραιφνές του βίωμα; Ο φιλόσοφος προτιμά - και για τούτο υποτιμά - μιαν όψη της συνείδησης από μιαν άλλη : τη λογικότητα, από το άλογο βίωμα. Μα τούτη η φιλοσοφική αναγκαιότητα, να ειπωθούν όλα λογικά ή να εκφραστούν λεκτικά, είναι κάποτε φόβος να καταντήσει ψύχωση - σαν αρχίσει κανείς ν' αψηφά ή ν' αγνοεί τα όρια και τις δυνατότητες μιας τέτοιας τακτικής. Το εγχείρημα του Καρτέσιου να θεμελιώσει την ύπαρξη σε κάτι (φαινομενικά πιο) στέρεο φαίνεται καθόλα μάταιο, πέραν ίσως κάποιας πρόθεσης να κωδικοποιηθεί η γνώση ετούτη, με σκοπό να κοινωνείται. Να κοινωνείται, βέβαια, αλλά από ποιους, τώρα που όλες οι συνειδήσεις - πέραν της δικής του - έχουν εξοβελιστεί στα νεφελώματα; Τα φιλοσοφικά αδιέξοδα του κάθε Καρτέσιου έχουν να κάνουν, πρωτίστως, με το σαρκαστικό χάσμα μεταξύ των ισχυρισμών του στοχαστή και της πρακτικής του : δίχως να παραδέχεται τίποτε, παρεκτός του εαυτού του, παλεύει ωστόσο να πείσει (αλλά ποιον; ιδού η αντίφαση). Καθίσταται, εδώ, ολοφάνερη η τραγικότητα της συνείδησης που κατάντησε μονάχη. Μη έχοντας πια τι να κάμει τη μοναξιά ετούτη, μονολογώντας και τρώγωντας τις σάρκες της, παλεύει για διέξοδο απ' το κελί, που μόνη της κλειδώθηκε.

* * *

Όλα τα προηγούμενα, φυσικά, δε θα 'χαν και μεγάλη αξία, αν με το «σκέφτομαι» ο Καρτέσιος νοεί την κάθε δυνατή κίνηση του νου : αισθήματα ή παραισθήματα, τάσεις, επιθυμίες, προθέσεις, συναισθήματα, φαντασιώσεις, όνειρα και παραλογισμούς, άναρθρες κραυγές και μυκηθμούς και ούτω καθεξής. Αν δεχτούμε όλες αυτές τις λογικά αδόμητες και, συχνά, λεκτικά αστήρικτες εκφράσεις, ως προϋποθέσεις ή εχέγγυα φιλοσοφικά έγκυρα, ώστε να στηριχθεί κατά τ' άλλα ο αρχικός ισχυρισμός του cogito, τότε προσωπικά πάω πάσο και διαγράφω μ' ένα μεγαλο «Χ» όλα τα προηγούμενα. Υποψιάζομαι, ωστόσο, ότι ετούτο το χάος της απείθαρχης νόησης δεν πρέπει να 'ταν μες στις προθέσεις του φιλοσόφου.

To be or not to be ...

Προφανώς, ο ενημερωμένος αναγνώστης θα 'χει δυσανασχετήσει αναρίθμητες φορές με τις ασυναρτησίες (που άντεξε να διαβάσει) και το πόσο άσχετος ή απομακρυσμένος στέκομαι από τη φιλοσοφία του Καρτέσιου. Παρόλα αυτά, τον έχω προειδοποιήσει : όλα ετούτα δεν είναι παρά προσωπικά γυμνάσματα και προκλήσεις ατομικές, τα οποία απαντούν στις αντιδράσεις, οι οποίες αναδύθηκαν από ένα συγκεκριμένο ανάγνωσμα. Στα παρακάτω, τώρα, θ' ασχοληθώ κυρίως μ' εκείνο το ζήτημα, που αφορά στον σκεπτικισμό του φιλοσόφου, απέναντι στα πάντα όλα. Τι ακριβώς καταφέρνει να θίξει ο σκεπτικισμός ετούτος και πόσο έγκυρος είναι, τελικά, και του λόγου του;

Για τη βεβαιότητα τη συνείδησης - και μάλιστα μονάχα μίας, της προσωπικής του καθενός - τα είπαμε και τα κουράσαμε πολύ. Ας πιάσουμε, επιτέλους, ν' ασχοληθούμε μ' εκείνο το ρημάδι το τραπέζι του Ράσελ, με το οποίο μας τα 'χει πρήξει στο βιβλίο του και το οποίο χρησιμοποιεί διαρκώς, ως αντιπρόσωπο του φυσικού κόσμου, ώστε ν' απορρίψει την αξιοπιστία του. Ο Ράσελ μας αραδιάζει με αξιέπαινη γλαφυρότητα όλη εκείνη τη μεταβαλόμενη ποικιλία ερεθισμάτων, την οποία λαμβάνουμε απ' το εν λόγω αντικείμενο, θεωρώντας τελικά (κι εγώ συμπυκνώνοντας) ότι ακριβώς εξαιτίας της μεταβλητότητας αυτής δεν έχουμε να διαπιστώσουμε τίποτα σταθερό και καμία βέβαιη γνώση, για το αντικείμενο που καλείται «τραπέζι». Προφανώς, το γεγονός ότι διαφορετικά άτομα βλέπουν διαφορετικές αισθητικές όψεις δε μπορεί σε καμία περίπτωση να σταθεί αρωγός της καχυποψίας μας, στο βαθμό που προτού επικυρώσουμε το τραπέζι καθαυτό δε υπάρχει καμία νομιμότητα στην αποδοχή οποιασδήποτε άλλης αντίληψης πέραν της δικής μας. Αυτό το εμπόδιο αίρεται, φυσικά, εύκολα. Αντί να χρησιμοποιήσουμε διαφορετικά άτομα ως παραστάτες των ενστάσεών μας, μπορούμε απλά να μετακινούμαστε οι ίδιοι σε διαφορετικές θέσεις περί του αντικειμένου.

Μ' ακόμα κι έτσι, συναντούμε προβλήματα : αν ο φυσικός κόσμος είναι εν γένει απατηλός, τότε είναι και το ίδιο μου το σώμα κι επιπλέον κι αυτός ο χώρος μέσα στον οποίο κινούμαι. Δηλαδή, στην πραγματικότητα ούτε η κίνηση, ούτε η αλλαγή προοπτικής έχει κανένα ιδιαίτερο νόημα. Θα μπορούσαν να μην υπάρχουν καν. Θα μπορούσε η συνείδησή μου να είναι ένα σταθερό σημείο στο Σύμπαν ή το ίδιο το Σύμπαν καθαυτό κι όλες αυτές οι παραλλαγές των εντυπώσεων να 'ναι παντελώς ανυπόστατα οράματα και κατασκευάσματα του νου - όπως θίξαμε στο πρώτο μέρος της φλυαρίας μας. Θέλω να πω ότι το φευγαλέο κάθε φυσικού αντικειμένου δεν είναι διόλου έγκυρο επιχείρημα σκεπτικισμού ως προς το αντικείμενο καθαυτό, αλλά αφορά μόνο στα δεδομένα των δικών μας αισθήσεων. Βέβαια, είναι σωστό να πούμε εδώ, ότι από μια μεριά λίγο μας ενδιαφέρει η αιτία της αδυναμίας - αν δηλαδή φταίει το φυσικό αντικείμενο ή φταίμε οι ίδιοι - καθώς το τελικό αποτέλεσμα παραμένει απαράλλαχτο : βεβαιότητα μηδέν.

Κι όμως, το μέγιστο πρόβλημα θαρρώ και το οποίο ελάχιστα θίγεται απ' τον Ράσελ είναι το παρακάτω : αναζητούμε μιαν αλήθεια, μια βεβαιότητα πάνω σε κάποιο αντικείμενο, δίχως να έχουμε την παραμικρή ιδέα για τη φύση αυτής της βεβαιότητας. Με άλλα λόγια δεν έχουμε ιδέα τι σημαίνει να γνωρίζουμε κάτι αληθινό για το τραπέζι, πώς θα γινόταν ετούτη η βεβαιότητα αντιληπτή απ' τη συνείδησή μας, ποιο αίσθημα θα δημιουργούσε. Πράγματι, δεν έχουμε ιδέα τι ζητούμε. Η μοναδική σίγουρη γνώση, εκείνη δηλαδή της «προσωπικής» μας ύπαρξης γίνεται αντιληπτή βιωματικά, μ' έναν τρόπο που διαφεύγει των λεκτικών σχημάτων και οποιασδήποτε γραμματικής : ή το 'χεις ή δεν το 'χεις. Η μοναδική μας γνώση, ωστόσο, δεν έχει να προσφέρει το παραμικρό στήριγμα στον τρόπο, που επιχειρούμε να προσεγγίσουμε τα αντικείμενα, κι ούτε μια χαραμάδα να κρυφοκοιτάξουμε την ύπαρξη ή τη φύση τους. Τι θα σήμαινε, για παράδειγμα, η διαπίστωση «γνωρίζω ότι αυτό το τραπέζι υπάρχει»; Να μια πρόταση δίχως κανένα απολύτως νόημα. Δεν έχουμε - πέρα απ' τα περιορισμένα και ατελή δεδομένα των αισθήσεων - την παραμικρή ιδεά από τι στο καλό συνίσταται μια παρόμοια σοφία.

Όλα τούτα σημαίνουν, μ' άλλα λόγια, πως η μοναδική μας γνώση - ή ακόμα καλύτερα, η μοναδική μας εμπειρία γνώσης - που αφορά δηλαδή είτε στη συνείδηση, είτε στα αισθητικά δεδομένα, είναι γνώση βιωματική κι αντιληπτή άμεσα. Ίσως να 'ταν κι αυτός ένα απ' τους λόγους εκείνους, που ώθησαν τον Καρτέσιο να θεμελιώσει, επιπροσθέτως, την ούτως ή άλλως δεδομένη συνείδηση στη βάση μιας λογικής αποδεικτικής διαδικασίας. Ίσως, έχοντας γνώση των εγγενών περιορισμών του βιώματος, έτρεφε την ελπίδα πήπως με τη λογική κατάφερνε να διαρρήξει τ' αδιέξοδα, σκάβοντας ορθολογικά λαγούμια ίσαμε τον καθαρό αέρα.

Τώρα, ένα δεύτερο πρόβλημα, πέραν του γεγονότος ότι μας διαφεύγει η φύση της απάντησης που αναζητούμε, είναι ότι απαιτούμε η απάντηση όχι μόνο να 'ναι απόλυτη, μα επιπλέον να είναι και σαφώς ορισμένη - προκειμένου δηλαδή να πειστούμε. Δηλαδή, δε γυρεύουμε και τίποτα (ειρωνία)! Όμως ετούτο είναι πλέον ανώφελο κι από τα προηγούμενα, καθώς τέτοια σαφήνεια και καθαρότητα δεν έχουμε ούτε καν για 'κείνα τα ελάχιστα, που γνωρίζουμε. Θέλω να πω : τι είναι συνείδηση; ποιος ξέρει να το απαντήσει αυτό και να το ορίσει αδιαμφισβήτητα κι οριστικά; Μια βεβαιότητα την έχουμε κι αυτή γλιστρά σα χέλι, δε κάθεται μήτε να τη ζωγραφίσεις με λέξεις, μήτε να τη μερέψεις με το ποίημα ή τη μαγνητική τομογραφία. Κι από την άλλη, ποια η ποιότητα που 'ναι φτιαγμένες οι αισθήσεις, τα βιώματα; Τι σημαίνει «όραση», «ακούω» ή «πονώ». Τι 'ναι δηλαδή ο πόνος για συνειδήσεις δίχως σώματα; Ποια υλικά φτιάχνουν εικόνες, σαν κλείνουμε τα μάτια; τι κάνει έναν ήχο ήχο ξεχωρίζοντάς τον απ' το φως, τη νοστιμάδα ή το ρίγος; Κι αν ο ήχος - κάνοντας ντουζίνα υποχωρήσεις και συμβάσεις - μπορεί να οριστεί ως η μετάδοση ενός κυματισμού, πώς στα κομμάτια ορίζεται το ρήμα «ακούω», εκείνη δηλαδή η κατάσταση του νου που βιώνεται ως «ακοή»;

So far, so good ...

Ας σταθούμε, λοιπόν, μια στάλα κι ας εξετάσουμε το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε, μετά απ' όσα προηγήθηκαν. Είμαστε βέβαιοι πως κάτι είμαστε, δίχως να γνωρίζουμε όμως τι 'ναι τούτο που βιώνουμε ως συνείδηση. Δεν έχουμε καμία βεβαιότητα πως η συνείδηση ετούτη ήταν και χτες ή και προχτές (ή θα 'ναι κι αύριο), καθώς η μνήμη θα μπορούσε να είναι επίσης μια ψευδαίσθηση. Η συνείδηση ετούτη πρέπει, επιπλέον, να γίνει δεκτή ως έχει, βιωματικά, καθώς είναι παντελώς μάταιη κάθε αναγωγή της σε οποιαδήποτε άλλη, μη αυτοαναφορική, βάση. Με άλλα λόγια δεν υπάρχει αποδεικτική διαδικασία αρκούντως έγκυρη να τη στηρίξει, καθώς - ως προείπαμε - ακόμα κι οι ίδιες μας οι σκέψεις θα μπορούσε να είναι εμβόλιμες κι ετεροκαθορισμένες. Βέβαιοι είμαστε και για τα δεδομένα των αισθήσεων, ωστόσο, με τρόπο διαφορετικό : είμαστε βέβαιοι πως κάτι νιώθουμε, πως κάτι υπάρχει που εισέρχεται στη νόηση, αλλά εντελώς τυφλοί ως προς το την αληθινή τους φύση, τη σαφήνεια ή την εγκυρότητά τους. Σε αντίθεση με τη συνείδηση, η οποία είναι αυτή που είναι, για τα δεδομένα των αισθήσεων δεν είμαστε διόλου σίγουροι αν είναι όντως έτσι ακριβώς.

Σε τούτη την παράγραφο, θα δείξω ότι τα τελευταία - δηλαδή τα δεδομένα των αισθήσεων - είναι εξαιρετικά απίθανο (όχι φυσικά κι αδύνατο) να 'ναι όλα τους κατασκευάσματα του νου κι ότι είμαστε αναγκασμένοι να ανάγουμε την προέλευση, τουλάχιστον μερικών, σε πηγές εκτός νόησης. Ασχέτως, αν πρόκειται για φυσικό κόσμο ή για τη βούληση μιας ιδιόρρυθμης θεότητας (ετούτο το τελευταίο, δε μπορώ να φανταστώ με ποιον τρόπο θα μπορούσε κανείς να το απορρίψει, στον αιώνα των αιώνων), αισθάνομαι πως είναι η πρώτη φορά, που φτάνουμε αρκετά κοντά στο ν' ανοιχτεί ένα παράθυρο προς τον κόσμο. Θεωρώ πως είναι ίσως ένα από τα σημαντικότερα σημεία της ταπεινής αυτής ανάλυσης, καθώς αποκαθιστά μια αφηρημένη εμπιστοσύνη στις δυνατότητες του νου και, συνάμα, σηκώνει μια πιθαμή την αντάρα και τη βαρυθυμία της απομόνωσης και της μελαγχολίας.

Το επιχείρημα, ουσιαστικά, είναι εξαιρετικά απλό : ο νους παρά τις θαυμαστές του ιδιότητες, τις απαράμμιλες δυνατότητες και ό,τι άλλο, κατά βάθος - και το διαπιστώνουμε αυτό σε βάση καθημερινή - είναι μια οντότητα εξαιρετικά ατελής : η μνήμη σφάλλει διαρκώς, η έκφραση σπάνια είναι επαρκώς συνεπής με τα νοήματα, ο λόγος δημιουργεί το ένα σαρδάμ μετά το άλλο, ένα σωρό παραλογισμοί κυκλοφορούν με λογικοφανή ενδύματα, η κατάκτηση οποιασδήποτε ικανότητας προϋποθέτει τη μία αποτυχία μετά την άλλη κι αν είναι να περάσουμε, κατόπιν, και στο χώρο των συναισθημάτων, πολύ σύντομα θα διαπιστώσουμε ότι το χάος δύναται να κλιθεί, επίσης, στον πληθυντικό. Η νόηση μ' όλο της το μεγαλείο είναι ελάχιστα αξιόπιστη, μπροστά στις προκλήσεις που της θέτονται, και συνήθως στέκεται αδαής στο μεγαλύτερο μέρος των συλλογισμών της και δη των σοβαρών. Πώς θα ήταν δυνατό, λοιπόν, μια τέτοια ατελέστατη ουσία να είναι υπεύθυνη για τη δημιουργία ενός κόσμου τέτοιας αδιανόητης ευρύτητας και βάθους, για την κατασκευή μιας τέτοιας ασύλληπτης απειρίας και πολυπλοκότητας σχέσεων και σημασιών, όπως αυτή αποκαλύπτεται από τα δεδομένα των αισθήσεων; Μήπως υπερβάλλει ξεδιάντροπα, οποιοσδήποτε θεωρεί πιθανή μια τέτοια τερατώδη υπόθεση;

Για να κατανοήσουμε ακόμα καλύτερα το τραγελαφικό μιας παρόμοιας προσδοκίας : αν αύριο αποφασίζα να μελετήσω μιαν επιστήμη την οποία αγνοώ παντελώς όπως π.χ. την κβαντομηχανική, τούτο θ' απαιτούσε απ' τη συνείδησή μου να κατασκευάσει, καταρχάς, όλην εκείνη την ιστορία και της βιογραφίες των ανθρώπων που τη συνέλαβαν, να οργανώσει όλα εκείνα τα απίστευτα πειράματα και τις διαδικασίες που την επαλήθευσαν, να συγγράψει όλες εκείνες τις αναρίθμητες διατριβές και τους τόμους, που γράφτηκαν ποτέ γύρω απ' την κβαντομηχανική. Και στη συνέχεια, θα 'πρεπε ν' αφιερώσει αν όχι μια ζωή, τουλάχιστον ένα μεγάλο κομμάτι εκείνου που αντιλαμβάνεται ως χρόνο, για την μελέτη και την κατανόηση του αντικειμένου, εκτός κι αν κάθε επιστημονικό βιβλίο στοιχειοθετούνταν εκ του μηδενός, εν τη ρύμη της ανάγνωσής του από την κάθε συνείδησή. Κι όλα ετούτα, θα κατέληγαν στην καλύτερη περίπτωση σε μια αξιοπρεπή ημιμάθεια ή μια ανεκτή έλλειψη, καθότι δεν διακατέχεται ο κάθε νους από τις ίδιες δυνατότητες κατανόησης ή την ίδια ευφυία. Καταλαβαίνετε τον παραλογισμό μιας τέτοιας σύλληψης, έτσι δεν είναι; Ο νους κατασκευάζει ένα οικοδόμημα τόσο μα τόσο ιδιοφυές, μπροστά στο οποίο ο ίδιος στέκεται αδύναμος να το παρακολουθήσει και να το χωνέψει, ούτε στο απειροστό του τεμάχιο. Και τούτο πολλαπλασιασμένο με όλες τις δυνατές επιστήμες και τους τομείς της γνώσης, με όλες τις δυνατές τεχνολογίες, τεχνικές και τέχνες, με όλες τις δυνατές δράσεις κι ενασχολήσεις.

Προσωπικά, δε βλέπω καμία διέξοδο από τούτη την αντίφαση και το μόνο πράγμα, που μας απομένει δεν είναι άλλο απ' το να παραδεχτούμε την καταφανέσταση αδυναμία του νου, απέναντι σ' αυτό το οικοδόμημα του φαινομενικού κόσμου. Η μόνη διέξοδος που, κατά τη γνώμη μου, απομένει είναι ν' αποδώσουμε πίσω, ξανά, στα δεδομένα των αισθήσεων ένα μέρος της χαμένης τους εξουσίας. Να τα αποκαταστήσουμε και πάλι ως μεροληπτικούς - έστω - μάρτυρες μιας δυσπρόσιτης και νεφελώδους αντικειμενικότητας (ό,τι κι αν σημαίνει αυτή), ν' αφουγκραστούμε ξανά εκείνο που έχουν να μας πουν, μα τούτη τη φορά με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ή, έστω, με περισσότερη καλή διάθεση. Και έχει σημασία - αν υπάρχει μια κάποια ισχύς στα προηγούμενα - πως καταφέραμε να φτάσουμε σε τούτο το συμπέρασμα, δίχως καμία προσφυγή στο επέκεινα, δίχως καμία αναγωγή σε εξωτερικές αναγκαιότητες και υποθέσεις, παρά εξετάζοντας τις εσωτερικές και μόνον αντιφάσεις μιας νόησης που αρνείται τα πάντα, πέραν του εαυτού της.

Στάσεις, ενστάσεις κι ένας επίλογος ...

Επειδή ετούτη η φλυαρία χρειάζεται κάποτε και να τελειώσει, ας επισπεύσουμε λιγάκι τα επόμενα.

Δεδομένου του συμπεράσματος, στο οποίο μόλις καταλήξαμε, είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε ότι κάποια απο τα αναρίθμητα δεδομένα των αισθήσεων δεν είναι δημιουργίες του νου καθαυτού και, συνεπώς, η πηγή τους θα πρέπει να αναζητηθεί κάπου, πέραν κι εκτός της νόησης. Έχουμε δηλαδή, σιγά-σιγά, μια δειλή αποκατάσταση του Φυσικού Κόσμου, παρά το γεγονός πως η αληθινή του φύση εξακολουθεί να μας διαφεύγει. Υπάρχει κάτι εκεί έξω, υπάρχει όντως, και το κάτι αυτό τροφοδοτεί τη συνείδησή μας με ερεθίσματα, τα οποία γίνονται αντιληπτά ως δεδομένα των αισθήσεων. Τίθεται τώρα το ερώτημα τι ακριβώς είναι σε θέση να μας πουν τα δεδομένα ετούτα; Μας τροφοδοτούν, άραγε, με πληροφορίες κάποιας στοιχειώδους ισχύος; Είναι οι πληροφορίες αυτές αρκετές, ώστε να κατανοήσουμε τη φύση που μας ξεπερνάει;

Νομίζω ότι η αμφιβολία ουδέποτε θα πάψει να ριζώνει στα σωθικά μας. Είναι αδύνατο, καταρχάς γιατί - όπως σχολιάσαμε και νωρίτερα - δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα τι 'ναι ακριβώς εκείνο που ζητούμε, ποια είναι ακριβώς η φύση της απάντησης που γυρεύουμε. Ώστε θα μπορούσε κάποιος να μας τρίψει, κάποτε, την απάντηση κάτω απ' τη μύτη μας κι εμείς να μην αντιληφθούμε το παραμικρό. Κατά δεύτερο λόγο και γιατί τα δεδομένα των αισθήσεων έχουν - και θα έχουν πάντα - μερική μόνο ισχύ. Θα φέρουν, διαρκώς, μονάχα κλάσμα μιας αλήθειας κι όχι ένα πλήρες νόημα. Τούτο είναι φυσικά αναπόφευκτο, εφόσον οι αισθήσεις μας είναι περιορισμένες, όπως επίσης και τα αντικείμενά τους : κανένα βλέμμα δε μπορεί να πάρει ταυτοχρόνως όλες τις δυνατές θέσεις γύρω από ένα τραπέζι κι ως εκ τούτου, αναπόφευκτα, θα εξαντλείται στη μερική, μονάχα, οπτική αντίληψη. Τούτες οι παραδοχές, φυσικά, μπορούν να γενικευτούν για οποιαδήποτε άλλη αίσθηση, σε πλάτος και σε βάθος, αλλά νομίζω πως το νόημα γίνηκε φανερό και δε χρειάζεται να επεκταθούμε περισσότερο. Το ζήτημα αυτό θα λυνόταν τετελεσμένα μονάχα αν ήταν δυνατόν να γίνει κανείς τραπέζι ο ίδιος ή τα τραπέζια ν' αποκτούσαν συνείδηση.

Είναι όμως επαρκής λόγος ν' απορρίψουμε το κλάσμα της αλήθειας, που φέρουν οι αισθήσεις, μόνο και μόνο εξαιτίας της κλασματικής του φύσης; Μισή αλήθεια ή 2/5 δεν είναι, δηλαδή, καλύτερα από καθόλου; Τι κι αν το τραπέζι αλλάζει π.χ. αποχρώσεις, αναλόγως της γωνίας θέασης; Τούτο σημαίνει πως το χρώμα του είναι ζήτημα απροσέγγιστο και νεφελώδες κι υποχωρούμε ηττημένοι με τόση ευκολία; Είναι δα τόσο δύσκολο να παραδεχτεί κανείς ότι το τραπέζι μπορεί να 'χει όλα τα χρώματα μαζί, όλα πραγματικά εξίσου; Μα και το χρώμα καθαυτό, υπάρχει για δεν υπάρχει; Ποιος σατανάς εγκλώβισε τη σκέψη μας σε τούτες τις κανονικότητες και τους προκαθορισμούς; Ποιος έτρεξε πρώτος να κατοχυρώσει το χρώμα ως έννοια απόλυτα και σταθερά ορισμένη για κάθε αντικείμενο, αντί για σχέση - καταντώντας το τελικά μονοδιάστατο; Είναι το αίσθημα της αχρωματοψίας λιγότερο αληθινό, εξαιτίας της «ατέλειάς» του, ή αποτελεί μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα μιας διαφορετικής σχέσης, απ' τις συμβατικά ορισμένες;

Το να ζητά κανείς απαντήσεις απόλυτες είναι θέση το ίδιο μεταφυσική με το ν' απορρίπτει κάθε μερικότητα. Είναι μια πίστη και για τούτο αστήριχτη, μετέωρη στο πουθενά, είναι μια φιλοσοφική προκατάληψη. Μ' από την άλλη, όσο πιο παταγώδης η αποτυχία της νόησης μπροστά στα τείχη του Απόλυτου, τόσο πιο θριαμβευτική, μέρα με την ημέρα, η επέλασή της στο πεδίο των σχέσεων. Οι Επιστήμες το έχουν καταλάβει καλά ετούτο. Τι κι αν μας διαφεύγει η αληθινή φύση του χώρου; Συγκρίνοντας, μεταξύ τους, δυο μήκη καθόλα απατηλά μετρούμε κι ορίζουμε σχέσεις «απόλυτες», που καλούμε αποστάσεις. Στο βάθος τους, τα πάντα φαίνονται, εν τέλει, να είναι περισσότερο σχέσεις, παρά οντότητες αποκομμένες κι ερημονήσια καταμεσίς ωκεανών. Ετούτος ο συνωστισμός των «υπαρκτών» δεν μοιάζει παρά μια μεγαλειώδης και πολύπλοκη κοινωνία. Μια κοινωνία που καθίσταται έγκυρη και υπαρκτή, από την παντοκρατορία των σχέσεων κι ούτε κατά διάνοια χάρη στην εγκαθίδρυση και την κυριαρχία του Απόλυτου. Ακόμα και δυο ψεύδη μπορούν να 'χουνε σχέση καθόλα αληθινή : υπάρχει τραπέζι; υπάρχει οφθαλμός; ίσως να μην το μάθουμε ποτέ κι όμως η αίσθηση του χρώματος υπάρχει και για τον πλέον σκληροπυρηνικό Ντεκάρτ. Ετούτη η συνείδηση φαίνεται να 'χει μια εξαιρετική ικανότητα να μετέχει, να δημιουργεί και ν' αντιλαμβάνεται τις σχέσεις αυτές. Τούτο δε θα μπορούσε ποτέ να το κατανοήσει ο καρτεσιανός ασκητισμός, που θέλει όλους τους όρους καθαρούς.

Όταν ο νους στέκει ενώπιον του αντικειμένου του αμφιβάλλοντας και σ' εκείνο το σημείο μηδέν αδυνατεί ν' αποφασίσει αν πρέπει ν' ακολουθήσει το μονοπάτι της απόρριψης ή της αποδοχής, σ' αυτό το μεταίχμιο ο φιλόσοφος είναι υποχρεωμένος, ίσως, να πάρει κάποτε θέση, παρά να περιμένει τη θέση να έρθει από μόνη της. Κάθε επιλογή και κάθε εξέταση είναι θεμιτή φιλοσοφικά, μας σαν εκτροχιαστεί και πάρει τον εαυτό της για στάση ορθότερη ή καθαρότερη, γίνεται τότε μεταφυσική και γκρεμίζεται. Η καρτεσιανή λογική (και όχι μόνο) θαρρεί πως είναι ο Άνθρωπος κανένα νήπιο, άμοιρο ευθυνών, αμέτοχο κι αμόλυντο, πέρα κι από τη μεθοριακή γραμμή του Σύμπαντος. Θαρρεί πως με κάποια ιδεατή του ικανότητα (κι αλαζονεία) δύναται να σταθεί απέναντι στην Κτίση και να τη μετρήσει απ' άκρη σ' άκρη, κρίνοντας το τι 'ναι αληθινό και τι 'ναι ψεύδος. Με τι κριτήριο αλήθεια; Ο Ντεκάρτ θεώρησε το σκεπτικισμό για τέτοιο κριτήριο κι απέτυχε οικτρά - κατά τη γνώμη μου. Η στάση του Ντεκάρτ είναι στην ουσία της άρνηση κι απόρριψη του Κόσμου. Ένας αυτιστικός θρίαμβος, που δυσανασχετεί μπροστά στην κάθε ανασφάλεια. Στο ζήλο του να αποκαθάρει την αλήθεια απ' τις προσμίξεις, μας τη στέρησε.

Μα κάθε συνείδηση είναι κομμάτι ενός συνόλου, δημιούργημα και δημιουργός. Αντικοιτάζοντας ένας τον άλλο πλάθουν και πλάθονται. Συνείδηση, δεδομένα αισθήσεων, αισθητά αντικείμενα : αν είναι ν' αφουγκραστεί ο φιλόσοφος τα μυστικά του Κόσμου, θα πρέπει καταρχήν να προχωρήσει ένα βήμα προς το μέρος του, να δημιουργήσει μαζί του σχέσεις - ρισκάροντας ως και ν' αστοχήσει. Αν είναι να φτάσουμε σε μιαν αλήθεια, θα φτάσουμε μέσω μιας τρυφερής κατάφασης του Κόσμου, ευλογία που περνάει έμμεσα και στα γένια μας, ως μέρη κι εμείς της αυτής εξίσωσης. Χίλιες φορές και φιλοσοφικά εγκυρότερο ένα σφάλμα δράσης ακούσιο, παρά να ψηλαφεί κανείς νεκρούς, παίρνοντας - αυταπατώμενος - τη νεκροφιλία γι' αντικειμενικότητα. Παρά ν' αποτραβιέται στο κελί του, στ' όνομα κάποιας αλήθειας δίχως καμία σημασία, εφόσον πρόκειται γι' αλήθεια ομφαλοσκοπούσα. Ο σκεπτικισμός που καταφάσκει είναι χειρουργικό νυστέρι, υπηρετεί τη ζωή. Ο σκεπτικισμός που αρνείται γίνεται μπαλτάς και χασαπομάχαιρο : στο τέλος μένει ο μόνος όρθιος.

Κλείνοντας, ας ανωτηθούμε τουλάχιστον αυτό : ζητούμε η Φιλοσοφία να εξυπηρετεί τη ζωή ή την αλήθεια; Οι δύο όροι, φυσικά, δεν αλληλο-αποκλείονται. Παρ' όλα αυτά οι στοχαστές συχνά, παρασυρμένοι απ' το πάθος τους για μιαν αλήθεια αόριστη, ξεχνούν ότι εκείνο που δίνει την πραγματική αξία στη Φιλοσοφία του Ανθρώπου είναι, από τη μία, οι περιορισμοί του και, από την άλλη, η επιθυμία του.

Αυτό το ergo το έχω ξαναδεί ... [ Μέρος Πρώτο ]

Σκέφτομαι άρα υπάρχω. Σκέφτομαι, επίσης, να μη χάσω λόγια και χρόνo, προσπαθώντας να επαναλάβω τα χιλιοειπωμένα περί σημασίας του Καρτεσιανού μότο στη θεμελίωση της Δυτικής Φιλοσοφίας. Όχι από φόβο μη βαρεθείτε τη ζωή σας, παρά γιατί δεν έχω τα απαραίτητα φόντα. Ούτως ή άλλως, η ρήση καθαυτή έχει καταντήσει κουλτούρα ελαφρολαϊκή και δεκανίκι του κάθε πικραμένου αμπελοφιλόσοφου, αναρτημένη στο ίδιο ράφι με τα μπλουζάκια Τσε Γκεβάρα και τη στάμπα Γιν και Γιανγκ. Το ευκολόπεπτο, φυσικά, εξαντλείται στην ρηχότητα μιας αποκομμένης και ξερής ατάκας, παρά στους περιορισμούς της πρότασης αυτής καθαυτής. Στο κάτω-κάτω, δεν έφτασε ο φιλόσοφος εκεί που έφτασε αποσώζοντας τα καύσιμά του σε μια στιγμιαία αναλαμπή, ξεψυχώντας αμέσως μετά. Από την ευκολία ετούτη, ωστόσο, ορμώμενος κι εγώ, καθώς και την άμοχθη άγνοια, κραυγαλέα αδιάβαστος και ξένος με το σύνολο της σκέψης του Ντεκάρτ και τις αναγκαιότητες που τον δυνάστευσαν, θα προχωρήσω εδώ περισσότερο παρακινημένος από αντίδραση στη μελέτη ενός κάποιου βιβλίου φιλοσοφίας, παρά από βαθιά κατανόηση.

Πρόκειται για το βιβλίο «Τα Προβλήματα της Φιλοσοφίας» του Μπέρτραντ Ράσελ, σε μετάφραση του Αντώνη Πέρη, από τις εκδόσεις Αρσενίδη. Το κυριότερο μέλημα, ωστόσο, του βιβλίου δεν είναι σε καμία περίπτωση τα προβλήματα της Φιλοσοφίας γενικά - ως προς αυτό ο τίτλος αστοχεί - μα περισσότερο τα πρόβληματα της γνωσιολογίας. Υπό την οπτική αυτή, λοιπόν, και ήδη από τα πρώτα κεφάλαια ερχόμαστε προ τετελεσμένου γεγονότος. Είμαστε αναγκασμένοι να ξεκινήσουμε το ταξίδι στη Φιλοσοφία με τίποτα λιγότερο από μιαν ήττα : οφείλουμε να παραδεχτούμε πως μόνη μας βεβαιότητα είναι η ίδια μας η συνείδηση και τα αδρά δεδομένα των αισθήσεων. Είναι αδύνατον στο σημείο αυτό να παραμείνει ο Καρτέσιος στην αφάνεια. Ο γνωστός του λόγος έρχεται κι επανέρχεται. Μαθαίνω κάτι καινούργιο : ο φιλόσοφος δεν εργάστηκε με πρόσημο θετικό, ξεκινώντας από μιαν συνείδηση εξασφαλισμένη, αναζητώντας έπειτα διεξόδους προς τον Κόσμο, παρά αντιστρόφως, ξεκινώντας απ' το οτιδήποτε κι οπλισμένος μ' αστείρευτο σκεπτικισμό (υγιή, κατά τη γνώμη του) οπισθοχωρούσε διαρκώς, ώσπου βήμα το βήμα εγκλωβίστηκε στον εαυτό του. Ετούτη η νέα πληροφορία με γέμισε αντιδράσεις, όπως ακριβώς αντιδράει φουρκισμένος ο χωριάτης, άμα του υποδείξει κανείς κάτι αντίθετο από την βολή της καθημερινής του συνήθειας. Ετούτη η αιτία της καταδίκης (ο ασυμβίβαστος δηλαδή σκεπτικισμός) σ' ένα ξερό cogito, μ' ενόχλησε περισσότερο κι από την καταδίκη καθαυτήν. Διαισθάνθηκα κάτι απροσμέτρητα φάλτσο σε τούτη την κατάληξη, μιαν ασυδοσία και συνάμα μία βαθιά μιζέρια.

Δεν έχω σκοπό ακόμη να διαβάσω τον ίδιο τον Καρτέσιο κι ούτε τις επιρροές ή τους σχολιαστές του. Μα ακριβώς ετούτο θα προσπαθήσω, πάντα στο μέτρο των προσωπικών δυνατοτήτων ή περιορισμών : να εξετάσω τι στο καλό μπορεί να συνάγει κανείς ξεκινώντας από το ελάχιστο; ποια γνώση και ποιαν αποκάλυψη μπορεί να προσφέρει αυτή μόνη η φράση του Ντεκάρτ, αναλυόμενη ξανά και ξανά, ειδωμένη στα μέρη ή στο σύνολό της, ξεχειλωμένη κι απλωμένη όσο της επιτρέπει η εσωτερική της συνοχή ν' απλωθεί; Η οπτική ετούτη, στο κάτω-κάτω, υπονοεί κι ένα είδος ισοδυναμίας ή συμμετρίας : εφόσον το θρασύ απόφθεγμα υφαρπάζει από τον άνθρωπο κάθε ασφάλεια, τον αποσπά βίαια από τον κόσμο, φυλακίζοντάς τον στην απομόνωση ενός απόλυτου αυτισμού, ας το πληρώσουμε κι εμείς με το ίδιο νόμισμα ∙ εξετάζοντάς το δηλαδή στην απομόνωση, αποκομμένο και απογυμνωμένο από κάθε εξωτερικό στήριγμα. Δίχως να αθετήσω τους περιορισμούς αυτούς, δεν είναι απίθανο να γυρέψω διασαφηνίσεις, στα σημεία, καθώς οι συλλογισμοί μου δεν ξεκινούν αυτόνομα κι ανεπηρέαστα, μα ως βασική αφετηρία έχουν τη γραμμή που καθόρισε ο Ράσελ, στο βιβλίο που προανάφερα. Στο τέλος αυτής της διαδικασίας και τότε μόνο, θ' αναζητήσω πιθανότατα όλη την αντίστοιχη παραφιλοσοφία πάνω στον Καρτέσιο, συγκρίνοντας τελικά τις προσωπικές παρατηρήσεις με τα επίσημα καθιερωμένα. Σίγουρα, πάντως, όχι στην ανάρτηση αυτή.

Cogito άρα σκέφτομαι ...

Το πρώτο ερώτημα που οφείλει να θέσει κανείς, ο οποίος δεν είναι φιλόσοφος κατ' επάγγελμα και συνεπώς δεν έχει τριβή με τα καθιερωμένα, είναι κατά πόσο η ελληνική μετάφραση από το λατινικό «cogito ergo sum» αποδίδει με ακρίβεια το αρχικό νόημα. Καθότι το «σκέφτομαι» είναι ποιοτικά διαφορετικό από το «σκέπτεσθαι». Ένα απαρέμφατο γλιτώνει τη σκέψη απ' τις παγίδες ενός προσώπου (πρώτου ή άλλου), με περισσή κομψότητα κι οικονομία. Καθώς, η ερώτηση που έχουμε χρέος να θέσουμε αμέσως μετά από κάθε «σκέφτομαι» είναι «και ποιος είναι, τελικά, αυτός που σκέφτεται;», τα πράγματα περιπλέκονται. Μα ποιος άλλος; «Εγώ» θ' απαντήσει αστόχαστα ο βιαστικός, ως να 'ταν η συνείδηση παγιωμένη και οριστική και όχι όνειρο νύχτας σεξπηρικής ή αδάμαστο ποτάμι, που περιγελά φράγματα και γεφύρια.

Ετούτο το «Εγώ» είναι μέγιστο φιλοσοφικό πρόβλημα από μόνο του. Ποιος είναι, λοιπόν, αυτός που σκέφτεται; Ποιος είναι ο στοχαστής ή τι; Είναι μήπως ο φορέας της συνείδησης; Μα κι εδώ, πάλι, μοιάζει να μιλούμε για δύο πράγματα ξεχωριστά : άλλο δηλαδή ο φορέας και άλλο η συνείδησή του; άλλες οι σκέψεις και άλλος ο που σκέφτεται; Γιατί να υπάρχει χρεία ενός φορέα; Γιατί να μην υπάρχει τίποτε περισσότερο, παρά αγνή και καθάρια αντίληψη; Νόηση που στέκει μονάχη και μετέωρη, από τα πάντα και για πάντα, όπως ισορροπεί η Γη του Αναξίμανδρου, γυμνή και άδολη, στο κέντρο εκείνου του κενού που οριοθετούν τα δεδομένα των αισθήσεων και που μοιάζει να είναι όλος κι όλος ο κόσμος, που μας επιτρέπει ο Ντεκάρτ;

Απ' την αρχή λοιπόν κάθε προσέγγισης, γίνεται φανερό πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος της γλώσσας και της έκφρασης στην αντιμετώπιση των φιλοσοφικών προβλημάτων. Δίχως την αυστηρή αποσαφήνιση των όρων και των περιεχομένων τους, φαίνεται δύσκολο να προχωρήσει κανείς έστω κι ένα βήμα ελάχιστο. Κι ωστόσο, αναγνωρίζοντας τους περιοριστικούς αναγκασμούς αυτού του σύντομου και άχαρου μονόλογου, στον οποίο προβαίνω εδώ και που δεν είναι και καμία διατριβή, θα συνεχίσω όσο είναι δυνατόν με την απλή καθημερινή μου γλώσσα και μόνο αν υπάρξει στενότερη επιταγή, θα σταθώ με μεγαλύτερη επιμέλεια.

Σκέφτομαι, λοιπόν, πως η πιστότερη απόδοση δε μπορεί να 'ναι άλλη από εκείνη που γίνηκε στη μητρική γλώσσα του φιλοσόφου : je pense donc je suis. Αδυνατώ να διακρίνω κάποια ουσιαστική διαφορά απ' το ελληνικό ή το αγγλικό αντίστοιχο. Διαβάζω ότι η φράση ετούτη, στο λατινικό κείμενο, ξεκινάει εμπλουτισμένη με μιαν αμφιβολία : dubito, ergo cogito, ergo sum. Αμφιβάλλω, άρα σκέφτομαι κι άρα υπάρχω. Ετούτο το σημείο του σκεπτικισμού ως αφετηρίας, θα παίξει καθοριστικό ρόλο, στις κατοπινές μας σκέψεις. Τολμώ, για τη συνέχεια, να περιοριστώ και να δουλέψω με την ελληνική απόδοση, ελπίζω δίχως βλάβη οποιασδήποτε ουσίας.

A penny for your thoughts ...

Τι περισσότερο θα μπορούσε, λοιπόν, ν' αναρωτηθεί κανείς παίρνοντας τη σκέψη ως δεδομένη; «Σκέφτομαι» ναι, αλλά πώς σκέφτομαι ή τι; Έχει καμία σημασία ή μας αρκεί ότι σκεφτόμαστε;

Το περιεχόμενο των σκέψεων γενικά δε βλέπω με ποιον τρόπο θα μπορούσε να είναι σημαντικό, ως προς ετούτο που παλεύουμε να εξετάσουμε εδώ, δηλαδή την εγκυρότητα του κάθε «sum». Μια εξαίρεση ζωτικής σημασίας αποκαλύπτεται αν επαναδιατυπώσουμε το ερώτημα : όχι τι σκέφτομαι, μάλλον, μα τι μπορώ να σκεφτώ. Είναι τούτο που κάνει τη διαφορά, καθώς ο φιλόσοφος μπορεί να σκεφτεί ό,τι επιθυμεί, μα κυρίως μπορεί να σκεφτεί τη σκέψη του. Τούτο τρομάζει, μα συνάμα ανδρώνει το φιλόσοφο : να μπορεί να καθιστά τη σκέψη του αντικείμενο του εαυτού της, σε μια ανατροφοδότηση απαράμμιλης σημασίας, για την υπαρκτική ποιότητα. Κατά τ' άλλα - αν δηλαδή εξαιρεθεί η εξαίρεση - ο θόρυβος των καθημερινών ενασχολήσεων του νου, ένα αμάλγαμα ενδοσκοπήσεων και αισθητικών επιρροών, λίγα έχει να προσφέρει στα φιλοσοφικά μας αδιέξοδα. Θα ήταν χρησιμότερο να αναρωτηθούμε, μάλλον, για εκείνη την αρχική πηγή της σκέψης, την πρωτογενή αφορμή και θρυαλλίδα που σχημάτισε τις προκείμενες των πρώιμων, ακατέργαστων συνειρμών, εκεί κάπου στα πρώτα σκιρτήματα της καινοφανούς μας ύπαρξης. Θαρρώ πως η Φιλοσοφία αποδίδει αυτή την πρώτη μητρότητα, μάλλον και πάλι, στα δεδομένα των αισθήσεων, στη μόνη ούτως ή άλλως βεβαιότητα (εκτός συνείδησης), που δεχόμαστε αρχικά κι εμείς. Αν θεωρήσουμε έγκυρη την προηγούμενη πρόταση, καταλήγουμε τότε ότι στη βάση της και στην καταγωγή της, ακόμη και η οποιαδήποτε αφηρημένη ενδοσκόπηση - παρότι φαινομενικά απομακρυσμένη από τα αισθητικά γινάτια - αντλεί τελικά τις απαρχές και τις περιπλοκές της από αυτή, τη μόνη αισθητική μας βεβαιότητα. Με μια λειτουργική προχειρότητα, λοιπόν, ως προς το τι σκεφτόμαστε, θα περιοριστούμε στην παραδοχή ότι σκεφτόμαστε τα δεδομένα των αισθήσεων ή πάνω σε αυτά ή μέσω αυτών. Δεν υπάρχει άλλο έναυσμα ή άλλη αφορμή, ειδάλλως ο νους θα έπρεπε να χτίσει απ' το απόλυτο μηδέν - έτσι που τον εγκαταλείπει ο Καρτέσιος, εγκλωβισμένο και αποστειρωμένο στον εαυτό του. Έχει ειπωθεί - όχι μ' αυτά τα λόγια απαραίτητα - πως θα ήταν δυνατόν όλη μας η ζωή να μην είναι τίποτε περισσότερο παρά ένας και μοναδικός συνειρμός, που ξεκίνησε κάποτε με την πρώτη λάμψη συνείδησης (όπου κι αν την οριοθετήσει κανείς, αδιάφορο) - άρα με την πρώτη αίσθηση - κι από τότε η σκέψη παραπαίει αναπόδραστα, ίδια μεθυσμένη μέσα στην παραζάλη της, από τη μία αλληλουχία συλλογισμών στην άλλη, δίχως την παραμικρή πρωτοτυπία ή ελευθερία βούλησης, παντελώς αιτιοκρατικά.

Από την άλλη, αν περάσουμε τώρα στα «πώς» της σκέψης, μοιάζουν ετούτα απείρως βαρύτερα από τα «τι». «Σκέφτομαι άρα υπάρχω» αναμασά ο αφελής. Μα αρκεί, μονάχα τούτο; Αρκεί να παραδεχτούμε μια κάποια δυνατότητα του σκέπτεσθαι, περιμένοντας έπειτα ν' ακολουθήσει αυθόρμητα και συνεκδοχικά ολάκερο το οικοδόμημα της σύγχρονης Φιλοσοφίας; Φυσικά και όχι. Με μια μικρή έκπτωση, αν δηλαδή αποδεχτούμε ως αλήθεια ότι τα ζώα επίσης σκέφτονται, έχει λοιπόν τούτο καμία σημασία; ενέχει κάποιαν αξία απόδειξης ή φέρει κάποιο νόημα, τούτη η ιδιότητα της σκέψης μοναχή της; Για τα ζώα, προφανώς κανένα. Θα είχε μονάχα στην περίπτωση, που μπορούσαν και τα ίδια να προβούν σε συνειρμούς. Μάλιστα θα είχε νόημα, μονάχα για τα ίδια, εφόσον το χάσμα που οριοθετεί τη μια συνείδηση απ' την άλλη φαντάζει αγεφύρωτο.

Ο Καρτέσιος προφανώς τα καταλαβαίνει όλα ετούτα και γι' αυτό, καθώς ένα γενικό σκέπτεσθαι δεν του αρκεί, ξεκινά αμφιβάλλοντας (dubito). Δίνει δηλαδή στη σκέψη ποιότητα. Η σκέψη του Ντεκάρτ θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα της εξέτασης και της κρίσης, άρα θα πρέπει να είναι λογική. Ως προς αυτό, ωστόσο, θαρρώ πως ο φιλόσοφος είναι ήδη καλυμμένος, από τη συντακτική δομή της πρότασής του και, συνεπώς, η σκεπτικιστική του διευκρίνηση πλεονάζει. Αν απαιτούσαμε δηλαδή τη μέγιστη εφραστική οικονομία, εκείνο το «άρα» ως εκπρόσωπος μιας απόλυτης συνεπαγωγής υπονοεί κι εξασφαλίζει τη λογικότητα του υποκειμένου, που το εκφέρει, και όχι την αυθαιρεσία. Σκεφτόμαστε, μα όχι όπως να 'ναι. Σκεφτόμαστε με θεσπισμένους κανόνες και αυστηρές γλωσσικές δομές, που κι αυτές φυσικά δεν καθρεφτίζουν άλλο παρά μια αντίστοιχη οργάνωση της νόησης. Μιας νόησης που απεχθάνεται το χάος και την αναρχία, καθώς κι αυτός ο ίδιος ο «θεόμουρλος» σουρεαλισμός πατά γερά στις λανθάνουσες ασυνείδητες ακολουθίες - διόλου παράλογες ή τυχαίες - παρά σε παρθενογενέσεις. Μόνον ο άνθρωπος που 'χει «χαμένα λογικά» στέκει ξένος κι απόμακρος προς τις βεβαιότητες, που εδραιώνει ο Ντεκάρτ.

Αλλά να σκέφτεσαι λογικά, ούτε και τούτο θ' αρκούσε, αν ο νους δεν είχε τη δυνατότητα - όπως ήδη αναφέραμε - να νοεί τον εαυτό του, αν δηλαδή δεν είχε τη χάρη της μετα-σκέψης. Σκέφτομαι άρα υπάρχω. Μα τούτο έχει αξία μόνο για κείνον που μπορεί να συλλογιστεί πάνω στη φράση καθαυτή, για κείνον που μπορεί να κάνει τη φράση αντικείμενό του. Σκέφτομαι ότι σκέφτομαι, άρα υπάρχω. Η σκέψη είναι ίσως το μόνο πράγμα (σε πείσμα των μαθηματικών παραδόξων) που μπορεί να περιέχει τον εαυτό του. Είναι η ειδοποιός διαφορά εκείνη, που καθιστά τον άνθρωπο άνθρωπο και το ζώο ζώο - στο βαθμό που συμφωνούμε ν' αποδώσουμε και σε τούτα πλάσματα μια κάποια νοητική δυνατότητα. Διαφορετικά, δε θα 'ταν διόλου εύκολο ν' αρνηθούμε για τα τελευταία - ίσως με κάποια προχειρότητα - τη δυνατότητα μιας ασυνείδητης - έστω - λογικότητας. Καμπανάκι άρα φαί : να μια συνεπαγωγή, που δεν έχει να ζηλέψει το παραμικρό από τις περισσότερες καθημερινές και αφελείς αντιδράσεις των ανθρώπων (π.χ. δε μου μίλησε άρα του είμαι αδιάφορος/η).

Μα είναι τούτο, λογική σκέψη; θα αναρωτιόταν καχύποπτα κανείς. Τούτο είναι καθαρό ένστικτο. Εμένα μου αρκεί πως πρόκειται για διεργασία εγκεφαλική κι είναι επιπλέον ξεκάθαρη συνεπαγωγή. Δεν είναι δηλαδή τίποτα φυτικός τροπισμός. Το ζώο ενίοτε αποφασίζει, δε μοιάζει πάντα έρμαιο. Ως προς τούτο, θα ήταν αλαζονικό να στερήσουμε από τα ζώα μια κάποια ελευθερία βούλησης, προτού καταφέρουμε (μάταια ως τα σήμερα) να την εδραιώσουμε αδιαμφισβήτητα πρώτα στον Άνθρωπο. Μα το ζώο δε μπορεί να παραδεχτεί ότι υπάρχει. Πιθανότατα, αναγνωρίζει στοιχειωδώς διαφορές μεταξύ του «είναι» και «μη είναι», καθώς νιώθει την απώλεια και θρηνεί τους νεκρούς του. Μα το ίδιο το περιεχόμενο και η αναγκαιότητα της ύπαρξης - όσο κι η ίδια η λέξη - του είναι παντελώς απροσπέλαστα. Τούτη δυνατότητα μοιάζει δική μας αποκλειστικότητα και προικίζει (ή βαραίνει) την ανθρώπινη διαστατικότητα μ' έναν επιπλέον άξονα.

Σκέφτομαι λοιπόν λογικά κι όχι ενστικτωδώς ή όπως να 'ναι. Σκέφτομαι με κανόνες (μπορούμε να θεωρήσουμε και τις ίδιες τις λέξεις ως τέτοιους μικρούς κανόνες). Τελικά, σκέφτομαι την ίδια μου τη συνείδηση σκεπτόμενη.

* * *

Στο σημείο αυτό - κι επειδή όσο πλησιέστερα παρατηρεί κανείς, τόσο καθαρότερα αρχίζει να διακρίνει τις μικρές ατέλειες και τις χαραγματιές, σε μια επιφάνεια νωρίτερα λεία και ομαλή - καταφτάνουν οι πρώτες μας ενστάσεις. Αν η συνείδηση είναι η μόνη βεβαιότητα, αν δεν υπήρχε τίποτα παρεκτός της ίδιας, πώς θα μπορούσε να ριζώσει και να εκραγεί ετούτος ο οργασμός των λογικών διεργασιών, αποκλειστικά, μέσα στην αυτοαναφορικότητα; Τούτο ακούγεται ανεπαρκές, αν όχι γελοίο. Ακόμα κι αν, δηλαδή, δεχτούμε σωρό τις a priori δομικές δυνατότητες της ανθρώπινης νόησης, με ποιον τρόπο ετούτες εκπαιδεύονται και ωριμάζουν, με το χρόνο, σε αυστηρά διατυπωμένες ακολουθίες, δημιουργώντας τέτοια απαράμμιλη οργάνωση και ποικιλομορφία; Γιατί κάπου εδώ θα πρέπει να εγκαταλείψουμε την απομόνωση και να αναρωτηθούμε μήπως τα δεδομένα των αισθήσεων έχουν κάτι να κάνουν με αυτή τη μετεξέλιξη.

Και όχι ακριβώς τα δεδομένα, γενικά και αδιάφορα, αλλά μια ιδιαίτερη ποιότητα στον τρόπο που αυτά εκδηλώνονται στη νόηση. Γιατί δεν αρκεί και δεν ξεμπερδεύουμε έτσι - ανώδυνα φιλοσοφικά - αναγνωρίζοντας απλά κι ουδέτερα μια κάποια βεβαιότητα σε τούτες τις αισθητικές πληροφορίες, τραβώντας έπειτα το δρόμο μας. Λες και μας είναι αδιάφορη η φύση, το είδος και οι μεταξύ τους σχέσεις. Ετούτα τα στοιχεία που είναι οι μόνες μας επιτρεπτές αλήθειες δεν αποκαλύπτονται στο παραμικρό ως ένας χάος μικρών αυθαιρεσιών, αλλά αντιθέτως διακρίνονται από μια εξαιρετική συνοχή και αιτιότητα, άλλοτε καταφανείς και άλλοτες δυσδιάκριτες. Ωστόσο πραγματικές, όσο και τα ίδια. Πάει να πει ότι οφείλουμε όχι μόνο ν' αποδεχτούμε την ύπαρξη των δεδομένων των αισθήσεων, αλλά πολύ περισσότερο την κανονικότητά της.

Εδώ, για κάποιον που αρνείται τον εξωτερικό κόσμο αρχίζουν τα προβλήματα. Γιατί τα δεδομένα των αισθήσεων να έχουν τάξη, άμα δεν αφορούν παρά σε αυταπάτες, οράματα και ψευδαισθήσεις; Κατά τη γνώμη μου, η μόνη απάντηση που έχει προταθεί, άξια λόγου, - την οποία θα επιχειρήσω αργότερα να καταρρίψω - είναι πως πρόκειται για κατασκευές του νου. Θα μπορούσε, δηλαδή, να μην είναι παρά η ίδια η συνείδηση, εκείνη που επιβάλλει την τάξη αυτή και το κανονιστικό της πλαίσιο πάνω στις αισθήσεις. Μια συνείδηση που κατασκευάζει αυτόν τον κόσμο, κατ' εικόνα κι ομοίωση της δικής της τάξης, έναν κόσμο ο οποίος κατά τ' άλλα θα μπορούσε να μην είναι - όντως - τίποτε περισσότερο από μια ψευδαίσθηση.

Σύμφωνα με το Ράσελ, έχουν ειπωθεί ένα σωρό ευτράπελα πάνω σ' αυτό το θέμα, που τα διαβάζει σήμερα κανείς και δεν μπορεί να διακρίνει που σταματά η Φιλοσοφία και που ξεκινά η γελοιότητα. Έχει ειπωθεί ότι θα μπορούσε να είναι ο ίδιος ο Θεός ή κάποιος παιχνιδιάρης δαίμονας ή ένα σύνολο ψυχών, ο υπαίτιος αυτών των προβολών, που μας παρουσιάζονται σα φυσική πραγματικότητα. Δίχως να διακρίνω την αξία, που έχουν για το φιλόσοφο αυτές οι ανοησίες, είναι ωστόσο ανοησίες φιλοσοφικά έγκυρες, στο βαθμό που κανείς δε μπορεί να τις απορρίψει με τρόπο απόλυτο. Αναρωτιέμαι, ωστόσο, για το μάταιο ετούτης της κυκλικής φαυλότητας : η αμφιβολία για την ύπαρξη οποιασδήποτε εξωτερικής απ' τη συνείδηση πραγματικότητας, μας υποχρεώνει - προκειμένου να γίνει κατανοητή ετούτη η τρέλα - να υιοθετήσουμε λύσεις πέραν κι εκτός συνείδησης, δηλαδή - πού αλλού; - πίσω στην εξωτερική πραγματικότητα, εκείνη ακριβώς που αμφισβητούμε. Άτοπο μεγατόνων.

Αν κάποιος κλειστεί σ' αυτήν τη φιλοσοφική απομόνωση, προφανώς, δημιουργεί τελικά περισσότερα προβλήματα απ' όσα καταφέρνει να λύσει. Δίχως, φυσικά, ν' απαντά σε τίποτα, μα παραφράζοντας ξανά και ξανά το ένα και μοναδικό ερώτημα.

Χρόνος ο πανδαμάτωρ ...

Καταλήξαμε, λοιπόν, πως η σκέψη είναι σε κάποιο βαθμό λογική. Κι ωστόσο η λογική σκέψη είναι μια ακολουθία και μια ακολουθία ξεδιπλώνεται βαθμιαία, δηλαδή εν χρόνω. Μια σκεπτόμενη συνείδηση μπορεί ν' αμφισβητήσει όσο πεισματικά επιθυμεί τη φυσική υπόσταση του χώρου, δε μπορεί όμως με τίποτα ν' αρνηθεί τη χρονική της ύπαρξη. Μπορεί να προβληματιστεί στην «αιωνιότητα» ως προς τη φύση του χρόνου αυτού, αλλά η εδραίωση της υπαρκτικής βεβαιότητας δε μπορεί σε καμία περίπτωση να νοηθεί άχρονα. Έτσι μαζί με τη βεβαιότητα της συνείδησης και της λογικής της θεμελίωσης έρχεται να προστεθεί τώρα μια τρίτη βεβαιότητα : η χρονικότητά της.

Μένει ν' αναρωτηθούμε, τώρα : είναι ο χρόνος κάτι ξέχωρο από τη συνείδηση, κάτι μέσα στο οποίο η συνείδηση φωλεύει κι ευδοκιμεί ή αποτελεί μια καθαρή ιδιότητα της ίδιας, όπως η λογική δομή της; Μα ούτε το ερώτημα αυτό γέρνει πάνω από τις αποδεικτικές μας αδυναμίες με κάποιον οίκτο ελάχιστο. Ποια η φύση και η έδρα του χρόνου ή του χρονικού αισθήματος; Έχουν άραγε απαντηθεί όλα ετούτα κι αν ναι, σε ποιο βαθμό; Προς το παρόν, δηλώνω άγνοια.

Θα μπορούσε ο χρόνος να είναι, απλά, ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται η συνείδηση τη μνήμη. Για τούτη την τελευταία μιλούμε, πρώτη φορά, μα φαντάζει ως εκ των ων ουκ άνευ, τόσο δεδομένη, όσο και η σκέψη καθαυτή. Μοιάζει αδύνατο να φανταστούμε μια, δίχως μνήμη, συνείδηση. Πώς θα μπορούσε να ολοκληρωθεί ως κι ο παραμικρός συνειρμός, δίχως την ύπαρξη και τη βεβαιότητα προκείμενων; Ακόμα και μια παράλογη ακολουθία σκέψεων απαιτεί να είναι αυτό ακριβώς : ακολουθία. Καμία κριτική σκέψη δεν έχει συμβεί ως σήμερα αυτοστιγμεί, μ' όλους τους όρους της ταυτόχρονα ειπωμένους : με την υπόθεση ταυτοχρόνως και συμπέρασμα, το πρώτο γράμμα κάθε κουβέντας τελευταίο. Ακόμα κι αν τα δεδομένα των αισθήσεων ανάβλυζαν αλλοπρόσαλα, από ένα κόσμο φρενήρη και παράλογο, η λειτουργία αυτή της μνήμης - ασχέτως εγκυρότητας - μοιάζει να επιφέρει τάξη - έστω τη δική της τάξη - στο συρφετό των βιωμάτων. Θα μπορούσε τούτο να ονομαστεί χρόνος; Αν ναι, δεν υπάρχει η παραμικρή αναγκαιότητα να αναζητήσουμε την έννοια του χρόνου έξω και μακρυά απ' τη συνείδηση.

Έτσι, αν κι εμπλουτίσαμε την ύπαρξη με μια διάσταση ακόμα, δήλαδή με μια εσωτερική βεβαιότητα παραπάνω, ωστόσο δεν καταφέραμε σε καμία περίπτωση να σπάσουμε το φράγμα της και να αφουγκραστούμε κάποιαν αλήθεια, πέρα απ' την τύρβη των αισθήσεων. Η πορεία ετούτη μοιάζει διαρκώς να επιβεβαιώνει τον Καρτέσιο και το μόνο που καταφέρνουμε, στοχαζόμενοι, είναι να κλωθογυρίζουμε γύρω απ' την ίδια και την ίδια βεβαιότητα. Εμβαθύνουμε ή διαυγάζουμε όλο και περισσότερα εδάφη στη μία και μοναδική μας κατάκτηση, μα βήμα παραπέρα.

* * *

Σε μερικές κατοπινές μου σκέψεις, αισθάνομαι ότι ούτε σ' αυτή τη μνήμη μπορούμε να εξασφαλίσουμε καμία φιλοσοφική εγκυρότητα. Ο ίδιος παιχνιδιάρης δαιμονίσκος, στον οποίο είμαστε διατεθειμένοι να αποδώσουμε όλα τα αισθητικά κουλουβάχατα και την ευθύνη των ψευδαισθήσεών μας, ο ίδιος αυτός θα μπορούσε να εμφυτεύει διαρκώς στο νου μας μνήμες ψευδείς και ανακλήσεις νόθες. Ο ίδιος ο χρόνος θα μπορούσε να 'ναι μια τέτοια αυταπάτη, βασισμένη σε μια κατασκευασμένη ακολουθία στιγμών παρόντων, οι οποίες δίνουν την απατηλή εντύπωση πως η συνείδηση επιμηκύνεται. Χάνοντας όμως κι αυτή τη βεβαιότητα, κάτω απ' τα πόδια μας, μένουμε να κοιτάζουμε τον Καρτέσιο με σκεπτικισμό ακόμα μεγαλύτερο κι από αυτόν, με τον οποίο κοίταζε τον εαυτό του ο ίδιος. Μα θα τα πούμε αυτά, στο δεύτερο μέρος.

Σκέφτομαι. Ε και;

Κλείνοντας τώρα, αυτό το πρώτο μέρος, θ' ασχοληθούμε μ' εκείνη τη διάσταση του cogito, που είναι η πλέον καλά κρυμμένη και δεν αποκαλύπτεται εύκολα ούτε από κανέναν όρο ξεχωριστά, ούτε απ' το σύνολο των όρων ως έχουν ή οποιονδήποτε αναγραμματισμό τους. Μιλώ φυσικά για την πρόθεση ∙ κάθε συνείδηση διακατέχεται από πρόθεση. Αυτό δε φαίνεται να το παραδέχεται ο Καρτέσιος. Δεν παραχωρεί στην πρόθεση ούτε μια λέξη, παρά τη μέγιστη σημασία της. Μα ούτε να την αποφύγει ολότελα μπορεί - παρά τη θέλησή του. Είναι δύσκολο - σχεδόν αδύνατο - να φανταστεί κανείς μία συνείδηση δίχως προθέσεις, ουδέτερη και νηφάλια. Η συνείδηση δεν είναι σε καμία περίπτωση αυτός ο ψυχρός, υπολογιστικός νους, όπως ίσως ακούσια τον παρουσιάζει η καρτεσιανή λογική. Ο νους δεν είναι σε καμία περίπτωση οντότητα αποστασιοποιημένη εξίσου από τα πάντα και, συνεπώς, αντικειμενική ως προς τα πάντα. Ένας πραγματικά ουδέτερος εγκέφαλος, μια τεχνητή νοημοσύνη, θ' αρκούνταν - το πιθανότερο - σ' ένα απλό «σκέφτομαι» και τίποτε περισσότερο ∙ ποια λογική (ή άλλη) αναγκαιότητα θα τον ωθούσε στην αναζήτηση μια οποιασδήποτε υπαρκτικής επικύρωσης;

Όμως ο Καρτέσιος είναι άνθρωπος κι ως τέτοιος δε μπορεί, σε καμία περίπτωση, ν' αποδράσει από το «ergo» του, παρά μόνο αν ψευδόταν. Και δε μπορεί γιατί σε τούτο ακριβώς τον οδηγεί η ανάγκη του και όχι η λογική του. Τούτο το «άρα υπάρχω» - αυτό ισχυρίζομαι - είναι κάθε άλλο παρά λογική αναγκαιότητα. Κι η μοναδική εξαίρεση, δε θα 'ταν άλλη απ' την περίπτωση να 'ταν ο νους υποχρεωμένος - ίσως από κάποια φυσική αδράνεια - να κατασκευάσει όλες εκείνες τις αναρίθμητες δυνατές συνεπαγωγές, με το «σκέφτομαι» για πρώτον όρο. Ως εκ τούτου, έτσι αναπόφευκτα και αδιάφορα, θα γεννούσε κάποτε και την Καρτεσιανή παραλλαγή. Ο νους έχει ωστόσο προθέσεις, έχει ανάγκες, έχει επιθυμίες. Κι ο νους του Ντεκάρτ, μ' όλη του τη σοφία και την εξυπνάδα, δεν διαφέρει από το νου του πιτσιρικά, που στέκει γεμάτος όνειρα, μπροστά στη βιτρίνα με τα παιχνίδια. Όσο θα προσπαθεί, η Φιλοσοφία, ν' αποκαθάρει τα σπλάχνα της από τούτες τις «βρωμιές», όσο θ' αποκηρύσσει το ήμισυ σχεσόν της νόησης, λαμβάνοντας το αδάμαστο της επιθυμίας γι' αυθαιρεσία, τόσο περισσότερο θ' απομακρύνεται από την επίτευξη των στόχων της και την κατάκτηση μιας ενοποιητικής θέασης. Τόσο θα σκοντάφτει στα ίδια της τα πόδια και θα κυνηγάει την ουρά της. Θα ορθώνει αδιέξοδα εκεί που πριν απλώνονταν ορίζοντες και ανοιχτά πεδία και θα νομίζει πως βλέπει καθαρότερα κλείνοντας τα μάτια της στο φως.

Ο νους του Ντεκάρτ δεν αμφιβάλλει έτσι, από χούι, χόμπι ή χωρατό. Δεν αμφιβάλλει από κάποια μηχανιστική διαδικασία, «βιολογικά» προγραμματισμένη κι αδιάφορη, όμοια καθώς από τη φύση του ο νους αναπόδραστα κάποια στιγμή νυστάζει. Ο Ντεκάρτ δεν αμφιβάλλει ούτε για τη χαρά της αμφιβολίας. Αμφιβάλλει γιατί διψά και φλέγεται για εκείνη την ελάχιστη βεβαιότητα. Δεν του αρκεί να υπάρχει, μα το θέλει να υπάρχει. Τρέμει μήπως ο σκεπτικισμός του τον οδηγήσει ν' αμφισβητήσει κι αυτή την ίδια του την ύπαρξη, γι' αυτό έχει την ανάγκη να την αιτιολογήσει. «Σκέφτομαι» λέει «άρα ...» και όχι απλά «υπάρχω». Μα θα μπορούσε κανείς ν' αντικαταστήσει τούτο το «σκέφτομαι» μ' ένα σωρό άλλες προκείμενες, δίχως η φράση να χάσει στο παραμικρό το νόημά της : νιώθω μοναξιά άρα υπάρχω, πονάω άρα υπάρχω, κ.ο.κ. Ολόκληρη η μάζα της Καρτεσιανής ρήσης είναι συγκεντρωμένη σε τούτο το «υπάρχω», ώστε - όπως θα δείξω στα επόμενα - αν προσπαθήσει κανείς να το αιτιολογήσει με οποιονδήποτε τρόπο, το μόνο που καταφέρνει τελικά είναι να μολύνει και το ίδιο με ανόητες αμφιβολίες.

Το φιλοσοφικό ενδιαφέρον, λοιπόν, του Καρτέσιου δεν είναι για να περνά η ώρα. Παλεύει μέσα σ' έναν κόσμο σκοτεινό, ψηλαφώντας και παραπατώντας. Λυσσά για μιαν άκρη να σταθεί που να μην είναι φόβος να καταρρεύσει, άμα κλείσει για λίγο τα μάτια. Μα ο φιλόσοφος δεν πιστεύει ούτε στα ίδια του τα μάτια, μήτε καν στους τύπους των ήλων. Ξενός κι αποδιωγμένος απ' τον κόσμο - περισσότερο αυτοεξόριστος - αναζητεί να τον ξαναφτιάξει απ' την αρχή, μα τώρα όπως τον επιθυμεί ο ίδιος : θέλει έναν κόσμο αδιαμφισβήτητο και καθαρό όπως η καθαρότερη συνείδηση. Αν υπάρχει, δηλαδή, κανένα νόημα σε μια παρόμοια φαντασίωση. Με τον τρόπο αυτό, ο Ντεκάρτ δε θεμελιώνει απλά την απαρχή μιας νέας φιλοσοφικής στάσης, αλλά πολύ περισσότερο θεμελιώνει την απαισιοδοξία και την εσωστρέφεια. Κι ακόμα περισσότερο - αν μου επιτρέπεται - τον ατομικισμό και τον εγωισμό.

Μα θα τα σχολιάσουμε κι αργότερα, όλα τούτα, καθώς στο σημείο αυτό είναι ώρα να βάλω, επιτέλους, και μια τελεία από τις τελικές.