21 Σεπ 2007

Φιλοσοφούμε τώρα ή παίζουμε;

Αφορμή γι' αυτό το κειμενάκι στάθηκε το παρακάτω απόσπασμα από ένα άρθρο του περιοδικού "Cogito". Πιο συγκεκριμένα, στο τεύχος 4 του Φεβρουαρίου 2006, ο Λευτέρης Φαρμάκης (απαντώντας σε προηγούμενο άρθρο "Γιατί σήμερα δε διαβάζει κανείς (αγγλόφωνη αναλυτική) φιλοσοφία") εξηγεί "Γιατί θα έπρεπε να διαβάζει κανείς σήμερα αγγλόφωνη αναλυτική φιλοσοφία". Μέσα σε όλα, λοιπόν, τελειώνοντας γράφει και το εξής:

"Για παράδειγμα, στο ερώτημα "ποιο είναι το νόημα της ζωής;", το περισσότερο που μπορεί να πει ένας αναλυτικός φιλόσοφος είναι ότι το ερώτημα δεν υφίσταται ουσιαστικά. Νόημα έχουν οι λέξεις και οι προτάσεις και όχι τα φυσικά φαινόμενα, κατά συνέπεια το ερώτημα οφείλει να τροποποιηθεί σε "ποιο είναι το νόημα της "ζωής" ". Πολύ αμφιβάλλω όμως ότι αυτή η απάντηση θα ικανοποιήσει το μέσο αναγνώστη".

Όχι απλά ως μη-ειδικός αλλά, πολύ περισσότερο, ως παντελώς άσχετος με το ζήτημα της αναλυτικής φιλοσοφίας στερούμαι των κατάλληλων γνώσεων και εργαλείων, ώστε να αντιτάξω κάποιο αξιόλογο επιχείρημα στο υπόλοιπο κείμενο. Ωστόσο, έχω την αίσθηση (αόριστη το παραδέχομαι) ότι ο αρθρογράφος δεν καταφέρνει να πείσει, τελικά, κανέναν να ασχοληθεί με την αναλυτική φιλοσοφία (την αγγλόφωνη βεβαίως-βεβαίως), παρά μόνο από μια κάποια... λύπηση. Όλες αυτές οι κατηγορίες εναντίον της, που αναδεικνύονται καταφανώς προκειμένου να ανασκευαστούν και να αρθούν, δεν καταφέρνουν να εξαλείψουν την πικρή γεύση απογοήτευσης που απομένει στο τέλος και να προσφέρουν κάτι περισσότερο, από μια διακριτική, ίσως, αναγνώριση της προσφοράς της. Αλλα θα σταθώ σε αυτήν την τελευταία παρατήρηση, σ' αυτό το μικρό απόσπασμα που παράθεσα, όπου πραγματικά πετυχαίνουμε διάνα στην... αστοχία της αναλυτικής φιλοσοφίας να προσεγγίσει ένα ευρύτερο κοινό. Σε αυτό, τουλάχιστον, ο αρθρογράφος δε θα μπορούσε να είναι ορθότερος.

Χωρίς να διαθέτω, λοιπόν, τα κατάλληλα φιλοσοφικά εργαλεία, θα προσπαθήσω όσο πιο φιλότιμα και τίμια μπορώ να προσεγγίσω την προαναφερθείσα άποψη. Καταρχήν, συμφωνώ με κάθε ειλικρίνεια πως η ζωή, ως φυσικό φαινόμενο, αυτή καθαυτή, δε μπορεί να έχει κανένα νόημα. Ας δούμε, λοιπόν, πού μπορεί να μας οδηγήσει μια στοιχειώδης ανάλυση της λέξης "ζωή", εφόσον καταλήξαμε ότι μονάχα ετούτη μπορεί να έχει κάποιο νόημα (θα χαρώ, πραγματικά, να με διορθώσει κάποιος στις παρακάτω σκέψεις). Πιστεύω, λοιπόν, ότι το νόημα μιας λέξης προκύπτει απ' το συγκερασμό δύο μεγεθών: τον ορισμό της λέξης, που είναι ένα μέγεθος "αντικειμενικό", και το πώς την αντιλαμβάνεται το κάθε άτομο, δηλαδή ένα μέγεθος "υποκειμενικό". Θεωρώ ότι όχι μόνο κανένα από τα δύο αυτά μεγέθη δεν υπερτερεί σε ισχύ έναντι του άλλου, αλλά κι από άποψη αναγκαιότητας είναι και τα δύο εκ των ων ουκ άνευ. Γιατί μια λέξη δεν υφίσταται αυτούσια, σε κάποια υπερβατική σφαίρα ιδεών, αλλά ριζώνει κι αναπτύσσεται μέσα στους δαιδαλώδεις μαιάνδρους ενός νου. Κι εκεί, μέσα στα στενά σοκάκια και τα καλντερίμια της σκέψης, το "αντικειμενικό" (ορισμός) και το "υποκειμενικό" (βίωμα) συναντώνται, άλλοτε συγκρούονται κι άλλοτε φιλιώνονται, πάντα μα πάντα όμως ανταλλάσουν, αναπόφευκτα, στοιχεία μεταξύ τους.

Ας πάρουμε για παράδειγμα, λοιπόν, το δέντρο, ή μάλλον τη λέξη "δέντρο". Προφανώς, εξετάζοντας διάφορα λεξικά ή εγκυκλοπαίδειες, θα διαπίστωσουμε ότι όλοι οι άνθρωποι, παρά τις όποιες μικρές διαφοροποιήσεις, δεχόμαστε κάποιους συγκεκριμένους ορισμούς για το "δέντρο". Οι ορισμοί αυτοί, όμως, δεν είναι αποδεκτοί παρά μόνον συμβατικά, όντας απροκάλυπτα ελλιπείς σε οποιαδήποτε αυστηρότερη προσέγγιση. Δεν μπορεί να υπάρξει απόλυτος και αντικειμενικός ορισμός για το "δέντρο", καθώς υπάρχουν διάφορα είδη δέντρων αλλά ακόμη και γιατί μέσα στο ίδιο είδος κάθε δέντρο διαφέρει από κάθε άλλο. Επιπλέον, ποια είναι η ανατομία του δέντρου; ποια η μοριακή δομή του; τι συμβαίνει όσον αφορά τα χαρακτηριστικά του που προκύπτουν από αλληλεπιδράσεις (σκιά, χρώμα, κίνηση, κ.α.); Απ' όπου και να παλεύεις να γραπωθείς το "δέντρο" σου γλιστράει, δεξιοτεχνικά, σα χέλι. Και πάνω που, όχι δίχως μερικά νοητικά τεχνάσματα και παραδοχές, καταφέρνει κανείς να ξεφύγει από τα δόντια της "αντικειμενικής" Σκύλλας, τα ρεύματα της συνέπειας τον παρασέρνουν δίχως έλεος στο στόμα της "υποκειμενικής" Χάρυβδης. Και πάλι, όμως, ελπίζουμε μήπως ετούτη η δεύτερη δοκιμασία αποδειχτεί λιγότερο τρομαχτική απ' όσο την περιμένουμε. Μήπως, εκεί που αποτύχαμε να ορίσουμε επαρκώς το πρώτο συστατικό στοιχείο μιας νοηματοδότησης, τα καταφέρουμε καλύτερα στο δεύτερο;

Μα αν στάθηκε τόσο δύσκολο να προσεγγίσουμε και να ορίσουμε το άμεσο - το αισθητό - τότε πώς να συμφωνήσουμε και να ορίσουμε το έμμεσο - το αίσθημα - και μάλιστα στις χιλιάδες εκφάνσεις, που το συναντούμε από τον ένα νου στον άλλο; Πώς να ορίσεις το πλατάνι, πάνω στο οποίο έχεις σκαρφαλώσει κι έχεις σχίσει τα γόνατα και τους αγκώνες σου; Πώς να πλησιάσεις με τις λέξεις το πεύκο που σου έχει προσφέρει σκιά μέσα στο θερινό λιοπύρι ή το εκκωφαντικό θρόισμα της λεύκας; Πώς να περιγράψεις τις χιλιάδες προβολές μιας ηλιακής έκλειψης μέσα απ' τα ασπαίροντα φύλλωματα ή τις επιβλητικές φιγούρες των ελάτων κάτω από μια χειμωνιάτικη πανσέληνο; Μου φαίνεται πραγματικά κάτι αδύνατο, τίποτε περισσότερο από έναν ευσεβή πόθο, το να προσπαθήσω να βρω ένα συγκεκριμένο νόημα στο "δέντρο".

Φανταστείτε λοιπόν, πως τόσην ώρα μιλούσαμε για κάτι τόσο απλό όσο ένα δέντρο. Φανταστείτε τι θα συμβεί αν επιχειρήσουμε να αναζητήσουμε ένα νόημα στη "ζωή". Και μάλιστα, για να περιορίσουμε ακόμη περισσότερο το πρόβλημα (μια αναγκαιότητα που προκύπτει, ούτως ή άλλως, από τον ίδιο τον τρόπο που τέθηκε στο απόσπασμα του Φαρμάκη) ας συμφωνήσουμε ότι μιλάμε για την "ανθρώπινη ζωή". Θα συμβεί το εξής. Εν πρώτοις, θα επιχειρήσουμε να δώσουμε έναν ορισμό για την "ανθρώπινη ζωή". Διαισθάνομαι ότι είναι εξαιρετικά επίφοβο, σε ένα τέτοιο εγχείρημα, να καταλήξει κανείς σε αντιφάσεις για το τι είναι, πράγματι, "η ανθρώπινη ζωή". Ίσως, να κατέληγε η αναλυτική φιλοσοφία, τίποτε περισσότερο από τη "ζωή του ανθρώπου", δηλαδή μια ταυτολογία. Αλλά κι από την άποψη των φυσικών επιστημών τα πράγματα δεν φαντάζουν πιο αισιόδοξα. Πώς να ορίσεις την "ανθρώπινη ζωή"; βιολογικά; εξελικτικά; μήπως ψυχολογικά; Κάθε επιστήμη, λειτουργώντας από την πλευρά της, καταφέρνει να διακρίνει μονάχα μια μικρή αλήθεια. Ποια είναι όμως η μεγάλη εικόνα; Πάλι βρισκόμαστε καταδικασμένοι να καταλήξουμε σε έναν ορισμό, κατά σύμβαση και κατά προσέγγιση.

Τι γίνεται όμως με τον άλλον όρο του νοήματος; Λέτε, εκεί, να βρούμε κάποιαν άκρη στο πώς οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την "ανθρώπινη ζωή"; Σε αυτό το επίπεδο, φυσικά, κάθε απόπειρα ενοποίησης και κατανόησης, σωριάζεται με πάταγο, σπάζοντας σε δισεκατομμύρια των δισεκατομμυρίων θραύσματα, διαιρούμενα κι επαναδιαιρούμενα στα αρίφνητα σπιθίσματα απ' όσους νόες πέρασαν κι αντίκρυσαν κάποτε ετούτο το λυγρό φως της ύπαρξης. Κάθε άνθρωπος είναι καταδικασμένος να αντιλαμβάνεται την "ανθρώπινη ζωή" μόνο με όρους της δικής του "ζωής". Κι αν αυτό είναι αναπόφευκτο, τότε αποτελεί γι' αυτόν ακριβώς το λόγο και μιαν αλήθεια, όσο "υποκειμενική" κι αν αυτή φαντάζει.

Τελικά, το ερώτημα όχι μόνο υφίσταται αλλά επιπλέον είναι κραυγαλέο και επιτακτικό. Το μόνο που καταφέρνει να επιτύχει η αναλυτική φιλοσοφία είναι να παίξει βαυκαλιστικά με τις λέξεις, αλλά και να μας εκνευρίσει με τη ματαιότητα και τη ματαιοδοξία της. Σύμφωνα με τα προηγούμενα, η αναζήτηση νοήματος στη "ζωή" μας οδηγεί, ουσιαστικά, (α) στον ορισμό της λέξης και (β) στον αντίκτυπο που αυτή έχει σε όποιον την στοχάζεται, την εκφέρει ή την ακροάζεται, δηλαδή στο νου. Ο αντίκτυπος αυτός όμως έχει μια διάσταση που ξεπερνάει τον απλό ορισμό της λέξης και εκφράζεται με όρους βιώματος, με όρους υποκειμενισμού της αντίληψης. Αυτός ο υποκειμενισμός όμως δεν έχει αμιγώς ορθολογική βάση αλλά, τουναντίον, δυσανάλογα συναισθηματική και βιωματική. Ο θάνατος, ο πόνος, η αρρώστια, η μοναξιά ωθούν αλύπητα το σαστισμένο και ηττημένο νου στην αναζήτηση μιας αιτιολόγησης, μιας κατανόησης, ενός λόγου παραμυθίας έστω. Εξαναγκάζουν τον τίμιο στοχαστή μέσα από την ανάλυση της "ζωής" να καταλήξει στην ανάλυση της ίδιας της ζωής, επιστρέφοντας στο αρχικό, "μάταιο" ερώτημα. Ετούτη η αναγκαιότητα μιας προσωπικής νοηματοδότησης που χρωματίζει αναπόφευκτα τον δεύτερο όρο κάθε τέτοιας ανάλυσης - το νου - δεν αποτελεί φιλοσοφικό φαντασιοκόπημα, λεκτικό ολίσθημα ή βιολογική μετάλλαξη, αλλά μια πραγματικότητα αναπόδραστη, που δεν έχουμε την πολυτέλεια να ακυρώσουμε. Όταν ο άνθρωπος αναρωτιέται "τι νόημα έχει η ζωή;", ουσιαστικά αναρωτιέται "τι νόημα μπορώ να δώσω εγώ στη ζωή". Αυτό είναι κάτι που, προφανώς, το γνωρίζει κάθε τίμιος αρθρογράφος (όντας κι εκείνος άνθρωπος) και το θεωρώ ύποπτο όταν αποκρύπτεται, χάριν ενός επιχειρήματος, το οποίο καταλήγει τελικά στην κατηγορία της σοφιστείας.

Αναρωτιέμαι μήπως η αναλυτική φιλοσοφία χρειάζεται να επαναπροσδιορίσει τους στόχους της, το αντικείμενό της. Ίσως να μην είναι ικανή να απαντήσει σε ο,τιδήποτε, τελικά. Μια απάντηση που δεν απαντά δεν προσβάλλει την ερώτηση, απλά δεν είναι απάντηση. Όταν στα φλέγοντα ανθρώπινα ζητήματα (κοινωνικά και ατομικά) δεν δίνονται απαντήσεις - ούτε καν γνώμες ή οράματα - τότε ποια είναι η αξία και η προσφορά της όποιας φιλοσοφίας, σε σχέση με τις άλλες που ισχυρίζεται ότι υπερτερεί; Γιατί περί τούτου πρόκειται. Ας περιοριστεί, λοιπόν, στους τομείς που αποκτά μια κάποια χρησιμότητα και ας πάψει να χώνει τη μύτη της εκεί που δεν τη σπέρνουν.

Προκαλώ τον κάθε αναλυτικό φιλόσοφο να κλείσει τα μάτια του και να φανταστεί για λίγο, να φανταστεί βαθιά και τίμια μέσα στην καρδιά του, αυτή την εικόνα: το κορμί του τσακισμένο απ' το βάρος και στα δυο του χέρια σωριασμένο, άψυχο και γυμνό, ένα μικρό κορμάκι, πλημμυρισμένο στο αίμα, το παιδί του. Τον προκαλώ να νιώσει βαθιά μέσα στη φαντασία του ετούτη την σκληρή εικόνα (ετούτο τον παραλογισμό που αμέτρητοι άνθρωποι μοιράστηκαν στο πέρασμα των αιώνων) και τον ρωτώ: τι έχει να πει η αναλυτική φιλοσοφία γι' αυτό; Για τούτο το παράλογο "Γιατί" (για το οποίο και ο χειρότερος βλάκας καταλαβαίνει πως δεν επιδέχεται απάντησης, δε χρειαζόμασταν την αναλυτική φιλοσοφία να μας το πει) που ξεσηκώνεται και λυσσομανάει, για τούτη την απάνθρωπη κραυγή που προκαλεί ίλιγγο και ναυτία, ποια είναι η απάντησή της; Πως "το ερώτημα δεν υφίσταται ουσιαστικά"; Κι όμως, αγαπητοί, το ερώτημα υφίσταται ουσιαστικά, όπως ακριβώς το κατέδειξε ο συγχωρεμένος Καμύ. Εκείνο που δεν υφίσταται είναι η απάντησή του. Εδώ αποτυγχάνουν όλες οι φιλοσοφίες. Οι τίμιες από αυτές το γνωρίζουν εκ των προτέρων κι όμως παλεύουν και τσακίζονται, μα απέλπιδα προχωρώντας προσφέρουν στήριγμα και αρωγή. Όσο για τις υπόλοιπες αποχαυνώνονται στον τεκέ τους. Ομφαλοσκοπώντας κι ενίοτε αυνανιζόμενες αμφισβητούν τον ίδιο τους τον φαλλό. Εδώ όμως, συγχωρέστε με! Γιατί δε θέλω, σε καμία περίπτωση, κλείνοντας αυτό το κείμενο, να αμφισβητήσω την αξία ή την αναγκαιότητα της μαλακίας. Έστω και της... αναλυτικής. Ευχαριστώ...

Υ.Γ. Μάλλον τώρα καταλάβατε γιατί κανείς δε διαβάζει αναλυτική φιλοσοφία (την αγγλόφωνη φυσικά)!

Δεν υπάρχουν σχόλια: