Στο τρίτο βιβλίο της "Χαρούμενης Επιστήμης" (Παρ. 108) είναι η πρώτη φορά που ο Νίτσε αναφέρεται στο "νεκρό Θεό". Αφορμή στέκεται ένας βουδιστικός μύθος: "Για πολλούς αιώνες μετά το θάνατο του Βούδα, λέει ο μύθος, οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να δείχνουν μέσα σε μια σπηλιά τη σκιά του - μια φοβερή, τρομαχτική σκιά. Ο Θεός είναι νεκρός: έτσι όμως είναι φτιαγμένο το ανθρώπινο είδος, που θα υπάρχουν για χιλιάδες ίσως χρόνια ακόμη σπηλιές μέσα στις οποίες θα δείχνεται η σκιά του. - Κι εμείς - εμείς οφείλουμε επίσης να νικήσουμε τη σκιά του"!
Αισθάνομαι ότι, στον παραπάνω μύθο, υπάρχουν δυο-τρεις αλληγορικές συνέπειες, οι οποίες όμως μένουν μετέωρες. Ένα αρχικό πρόβλημα έγκειται στο πώς είναι δυνατόν να αποτυπωθεί η σκιά ενός θεού; Πώς αλλιώς, λοιπόν, παρά μονάχα εάν υπήρχε ένα φως μεγαλύτερο και ισχυρότερο κι από αυτόν, τον ίδιο, το θεό. Μια αλήθεια - ή ίσως απλά μια ιδέα - που να ξεπερνάει την έννοια του θείου, που να το επισκιάζει. Τι θα μπορούσε βέβαια να είναι αυτό, είναι μια άλλη συζήτηση - ίσως αυτή να είναι και η ίδια η ουσία της φιλοσοφίας.
Αναρωτιέμαι, τι αξία μπορεί να έχει λοιπόν για εμας η σκιά ενός θεού; Και πολύ περισσότερο, είναι αυτή όντως η σκιά ενός θεού ή μήπως ο θεός μας δεν είναι παρά αυτή η σκιά, όλη κι όλη; Ή μήπως, τελικά, αυτό που κοιτάζουμε δεν είναι τίποτε άλλο παρά η... δική μας σκιά; Όπως κι αν έχει, η ουσία είναι πως αποδεχόμενοι μια σκιά, συνειδητά ή μη, αποδεχόμαστε συνεκδοχικά και την ύπαρξη κάποιου φωτός. Κι όμως εμείς χαζεύουμε και λατρεύουμε, με δέος ανόητο, τη σκιά στο βάθος, αντί να στραφούμε επιτέλους στο φως που τη δημιουργεί, το οποίο όχι τυχαία βρίσκεται ακριβώς πίσω μας. Γιατί φως και σκιά βρίσκονται πάντα σε κατευθύνσεις αντιδιαμετρικές κι έτσι, αναπόφευκτα, μόνο γυρίζοντας την πλάτη μας στο ένα καταφέρνουμε ν' αντικρύσουμε το άλλο. Μονάχα αποστρεφόμενοι τη σκιά γνωρίζουμε το φως. Μονάχα τότε, αφήνοντας πια πίσω μας για πάντα ετούτη τη "φοβερή, τρομαχτική σκιά" ενός θεού (ίσως και τον ίδιο), λησμονώντας αυτή την τελευταία του ανάμνηση, μπορούμε να πορευτούμε μπροστά, ορφανοί μα ελεύθεροι.
Το παράδειγμα του σπηλαίου παραπέμπει, το δίχως άλλο, και στο πλατωνικό σπήλαιο, όμως δε μπορεί κανείς να αποφύγει κι έναν ακόμη συνειρμό, πως δηλαδή η λατρεία του θείου ξεκίνησε απ' όταν οι άνθρωποι ζούσαν ακόμη σε σπηλιές. Κι αναρωτιέμαι: μήπως είναι κρίμα που, τελικά, δε θάφτηκε μαζί τους (ή μήπως ποτέ δεν εγκαταλείψαμε τα σπήλαια);
Ίσως ο άνθρωπος του φωτός να είναι ένας άνθρωπος που δεν έχει χρεία από το θεό ή τη σκιά του. Όμως, ποιος αλήθεια από εμάς αντέχει, τελικά, να κοιτάξει το φως για πολύ... ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου