Θα προσπαθήσω εδώ να θίξω, σε μια σειρά αναρτήσεων, κάποια ζητήματα που προκύπτουν από το δοκίμιο «Θάνατος», στο βιβλίο του Thomas Nagel «Θανάσιμα ερωτήματα» (Εκδ. Πολύτροπον). Το δοκίμιο είναι, επίσης, συναφές με ένα διάλογο που αναπτύχθηκε εδώ, στο blog.theorein. Έως ότου καταφέρω να μελετήσω μια ευρύτερη βιβλιογραφία, ως επαρκή αφετηρία για την επιχειρηματολογία μου θα θεωρήσω την προσέγγιση του Nagel, μια ιδέα της οποίας παίρνουμε από τις παρακάτω φράσεις του πρώτου δοκιμίου:
«Επίσης ότι, παρόλο που η θέση του υποκειμένου μπορεί να εντοπιστεί με ακρίβεια σε διαφορετικά σημεία στο χώρο και στο χρόνο, αυτό δεν ισχύει απαραίτητα για τα καλά και τα κακά που του συμβαίνουν». (σελ. 24) [Απόσπασμα 1]
«Εάν οι αντιρρήσεις δεν ισχύουν, αυτό θα οφείλεται στο ότι βασίζονται σε μια λανθασμένη εικασία για τη χρονική σχέση ανάμεσα στο υποκείμενο της κακοτυχίας και τις περιστάσεις που τη συνιστούν. Εάν, αντί να επικεντρωθούμε αποκλειστικά στο υπερμέγεθες παιδί μπροστά μας, εξετάσουμε τον άνθρωπο που υπήρξε κάποτε και τον άνθρωπο που θα μπορούσε να είναι τώρα, τότε ο υποβιβασμός της κατάστασής του και η ακύρωση της φυσικής του εξέλιξης ως ενήλικα αποτελούν μια απολύτως κατανοητή καταστροφή». (σελ. 25) [Απόσπασμα 2]
«Ένας άνθρωπος είναι υποκείμενο του καλού και των δεινών, αφενός επειδή έχει ελπίδες που μπορεί να εκπληρωθούν ή όχι, όπως και δυνατότητες που μπορεί να πραγματοποιηθούν ή όχι. Αφετέρου, για την ικανότητά του να υποφέρει και να απολαμβάνει. Αν ο θάνατος είναι δεινό, πρέπει να αντιμετωπίζεται με αυτούς τους όρους και η αδυναμία να τον εντοπίσουμε μέσα στη ζωή δεν θα πρέπει να μας απασχολεί». (σελ. 26) [Απόσπασμα 3]
Μπορούμε να θεωρήσουμε συμπερασματικά ότι η προσέγγιση του Nagel επικεντρώνεται στην εξής συνεπαγωγή:
(1) Με το θάνατο αφαιρείται από τον άνθρωπο αυτό που θα μπορούσε να είναι αν η ζωή του συνέχιζε.
(2) Συνεπώς, ο άνθρωπος ακόμη και νεκρός βλάπτεται, εφόσον βλάπτονται οι προσδοκίες του.
(3) Άρα ο θάνατος είναι δεινό για τον άνθρωπο, έστω κι αν ο άνθρωπος δεν είναι πια.
Ζητώ συγνώμη αν η παραπάνω διατύπωση στερείται επαρκούς αυστηρότητας, αλλά η τριβή μου με τη φιλοσοφική γλώσσα και τα φιλοσοφικά εργαλεία είναι ακόμη εξαιρετικά περιορισμένη. Θέλω να πιστεύω, όμως, ότι ο τίμιος αναγνώστης κατανοεί την παραπάνω συνοπτική διατύπωση. Οφείλω, φυσικά, να επισημάνω πως οποιαδήποτε παρατήρηση ή διόρθωση είναι κάτι περισσότερο από καλοδεχούμενη, είναι επιθυμητή.
Πίσω στην ουσία τώρα. Γενικά, μπορώ να δεχτώ την πρόταση (1) (αν και θεωρώ πως δεν εμπεριέχεται σε αυτή κανένα ουσιαστικό νόημα) αλλά θεωρώ προβληματική την (2) και τη δευτερεύουσα της (3). Όσες φορές κι αν μελέτησα το παραπάνω δοκίμιο (όπως και τη συναφή συζήτηση στο «Θεωρείν») ομολογώ ότι αδυνατώ συλλάβω αν στη θέση (ή πίστη), ότι μπορεί να βλάπτονται οι προσδοκίες κάποιου χωρίς ο ίδιος να είναι πλέον εν ζωή, εμπεριέχεται επίσης κάποιο ουσιαστικό νόημα. Ή καλύτερα, ακόμη κι αν η προηγούμενη θέση στέκεται νοηματικά, ποια μπορεί να είναι η επιρροή της στην κατάσταση ενός νεκρού όντος. Ως προς την κατανόηση του προηγούμενου, θεωρώ ότι η θέση του Nagel και λοιπών φιλοσόφων δεν είναι επαρκώς και ξεκάθαρα διατυπωμένη. Ένα μέρος της ασάφειας αίρεται, πιστεύω σχετικά εύκολα, με κάποιο στοιχειώδη προσδιορισμό εννοιών, που παραπαίουν στο κείμενο, εννοιολογικά μετέωρες. Για παράδειγμα, σε μια συνολική θεώρηση, τόσο του δοκιμίου του Nagel όσο και του αντίστοιχου διαλόγου στο «Θεωρείν», προκύπτουν τα εξής ερωτήματα–ασάφειες:
(α) Η έννοια της ευημερίας (αντίστοιχα της δυστυχίας) ενός ατόμου αναφέρεται - εξ’ ορισμού της λέξης - στις ημέρες που απαρτίζουν το βίο του και, συνεπώς, δεν νοείται λοιπόν ευημερία μετά θάνατον. Με άλλα λόγια, η ευημερία παύει όταν παύουν οι ημέρες. Αν τα φιλοσοφικά λεξικά έχουν να παρουσιάσουν μια διαφορετική, συνολικότερη ερμηνεία του όρου αυτό το αγνοώ και θα χαρώ κάποιος να με πληροφορήσει περί αυτής. Διαφορετικά, καλό θα ήταν να οριστεί εξ’ αρχής η όποια «ευημερία» με μια καινούργια λέξη ή, έστω, με κάποια μεταφορική σημασία. Προφανώς, πολλοί φιλόσοφοι δεν θεωρούν χρέος τους να ξεκαθαρίσουν τις έννοιες που χρησιμοποιούν (κυρίως γιατί, όπως έχω ήδη θίξει εδώ, ασχολούνται με το σινάφι τους και μόνον).
(β) Το αυτό θεωρώ ότι συμβαίνει και με την περίπτωση του «συμφέροντος». Όταν κάποιος έχει συμφέρον για κάτι ή από κάτι, θεωρώ – αν δεν απατώμαι – πως είναι ευνόητο, αυτός ο κάποιος, να έχει και κάποιαν απολαβή από το αντικείμενο του συμφέροντος. Για να υπάρχει, όμως, απολαβή θα πρέπει να υπάρχει και κάποιος αποδέκτης. Αν δεν υπάρχει (γιατί ο τελευταίος έχει πεθάνει) τότε δε δικαιούμαστε πλέον να μιλάμε για ικανοποιημένο «συμφέρον», αλλά ίσως για μια κάποια άλλη λέξη. Για μια ακόμη φορά, οι έννοιες μοιάζουν κακώς ορισμένες δημιουργώντας παρανοήσεις και παρεξηγήσεις.
(γ) Ο θάνατος δεν υπάρχει per se, παρά μόνο χρησιμοποιώντας την παραδοσιακή σημειολογία. Ωστόσο, αυτή η αντίληψη είναι περισσότερο συναισθηματική, τίποτε περισσότερο από μια προσωποποίηση σαν κι εκείνη που απέδιδε ο Σαίξπηρ στο Έλεος, τη Δικαιοσύνη και άλλες ιδέες. Αυτό που έχει υπόσταση, ό,τι γίνεται αντιληπτό είναι μόνον η ζωή. Ο θάνατος δεν είναι παρά ένας όρος που εκφράζει τη λήξη της ζωής, την ακύρωσή της. Δεν εκφράζει ούτε μια ιδιότητα που μπορεί να αποδοθεί κάπου, αφού το τελευταίο δεν υπάρχει πλέον για να του αποδοθεί κάτι (αυτό όμως θα απαντηθεί συνολικότερα, πιο κάτω). Ο θάνατος δεν εκφράζει καν "κάτι", παρά εκφράζει μια μετάβαση, μια φθίνουσα σχέση ή μάλλον αυτή καθαυτή τη λήξη μιας σχέσης. Όταν επέλθει ο θάνατος, τότε ο ίδιος δεν είναι πλέον. Είναι ειρωνικό, ωστόσο ο θάνατος είναι θνησιγενής.
(δ) Στο κείμενό του, ο Nagel (και όχι μόνον) έχει την αφελή συνήθεια να συγχέει την προσωπική αντίληψη κάποιου για τη ζωή του με την αντίληψη που μπορεί να έχουν οι άλλοι για το ίδιο θέμα. Με αυτή την παρατήρηση λύνονται ένα σωρό «παράδοξα», όπως θα δείξω αργότερα. Ο ίδιος ο Nagel μοιάζει να μετατοπίζει ύποπτα το κέντρο βάρους της ανάλυσης πότε στο υποκείμενο και πότε στον περίγυρο του υποκειμένου ή ακόμη και τον ίδιο το στοχαστή. Έτσι, δίχως σταθερή προοπτική, καταφέρνει να «αποδείξει» ό,τι τον συμφέρει. Για παράδειγμα, αναφέρει στη σελίδα 20: «Δεν θα εξετάσω την αξία που η ζωή ή ο θάνατος έχουν για τους άλλους ή την αντικειμενική αξία τους, αλλά μόνον την αξία που έχουν για το υποκείμενό τους», ενώ στη σελίδα 26: «Όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος, απομένει το πτώμα του και, ενώ ένα πτώμα μπορεί να υποφέρει τις ίδιες δυσάρεστες περιπέτειες με ένα έπιπλο, δεν είναι κατάλληλο αντικείμενο οίκτου. Ο άνθρωπος, ωστόσο, είναι». Μα για να είναι κάποιος «αντικείμενο οίκτου» θα πρέπει, προφανώς, να υπάρχει και ένα υποκείμενο (προφανώς διαφορετικό απ' τον αποδημήσαντα) που να στοχάζεται πάνω στο αντικείμενο. Ας αποφασίσει, λοιπόν, ο φιλόσοφος τίνος τις αντιλήψεις εξετάζουμε: του «αντικειμένου» ή του«υποκειμένου»;
(ε) Αν και το παράδειγμα του Nagel – αυτό με τον εκφυλισμό του ενηλίκου σε νήπιο – αγγίζει τα όρια του εξαιρετικού, ωστόσο για άλλη μια φορά δεν καταφέραμε να αποφύγουμε μια απροσμέτρητη αερολογία του Nozick. Το παράδειγμα της υποσημείωσης, στη σελίδα 29, είναι πράγματι εξωφρενικό και δεν αντιλαμβάνομαι τι καταδεικνύει περισσότερο: την ευφυία των αναλυτικών φιλοσόφων ή τη βλακεία τους! Για να σοβαρευτούμε τώρα, με την ίδια ελαφρότητα που ο Nozick υπονοεί ότι μπορεί να κάνει εικασίες για τη ψυχολογία αυτών των υποθετικών σπορανθρώπων – αν είναι δυνατόν! από ποια σχολή θεωρείται αυτό φιλοσοφικά έγκυρο; – τότε με την ίδια ελαφρότητα επιμένω κι εγώ ν’ αμφισβητώ ότι υπάρχει τρόπος να προσεγγίσουμε τα συναισθήματά τους, ότι αυτό αποτελεί ξεχωριστό, ανύπαρκτο προς το παρόν, κλάδο της ψυχολογίας κι ότι, τελικά, η κακοτυχία τους θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη, αφού η ζωή που χάνουν κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι ζωή που θα μπορούσαν, όντως, να ζήσουν ενώ η ζωή που τους στερεί ο θάνατος είναι μονάχα μια υπόθεση, ένα αποκύημα φαντασίας κι ελπίδας. Το παράδειγμα καταφέρνει επιτυχώς να μας υποδείξει κάτι παντελώς άχρηστο για της ζωή μας, κάτι παντελώς ξένο με την πραγματικότητα και τη φύση της ανθρώπινης ζωής.
Όσον αφορά τώρα στο δοκίμιο του Nagel, σε γενικές γραμμές συμφωνώ απόλυτα με τη δομή του κειμένου, καθώς και με την κομψή μέθοδο της ανάλυσης. Ωστόσο, διαφωνώ με αρκετά από τα επιχειρήματά του, αν και όχι πάντα με τη θέση που αυτά υπερασπίζονται. Απλώς, θεωρώ ότι δύνανται να υπάρχουν πιο απλοί και εύστοχοι συλλογισμοί. Ας εξετάσουμε, λοιπόν, με τη σειρά καθένα από αυτά τα σκοτεινά σημεία.
Η βασική θέση του δοκιμίου, λοιπόν, είναι πως ο θάνατος αποτελεί δεινό όχι καθαυτός, αλλά εξαιτίας της απώλειας της ζωής, που αυτός συνεπάγεται. Κι επιπλέον, όχι ακριβώς εξαιτίας της ίδιας της απώλειας αλλά της φύσης του απολωλότος. Σύμφωνα με το Nagel, από μια τέτοια θέση που αποδέχεται το θάνατο ως δεινό προκύπτουν τα παρακάτω τρία ερωτήματα:
(i) Μπορεί κάτι να είναι κακό χωρίς να είναι δυσάρεστο;
(ii) Υφίσταται κάποιο υποκείμενο αυτή την κακοτυχία;
(iii) Υπάρχει κάποια συμμετρία στην αντίληψη της μετα–θανάτιας ανυπαρξίας με την προ–γενετική;
Στις επόμενες αναρτήσεις θα προσπαθήσω ν' ασχοληθώ, αναλυτικότερα, με καθένα από αυτά τα ερωτήματα.
[Συνέχεια εδώ...]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου