2 Δεκ 2007

Πολίτες ελευθέρων ηθών...

Σε κάποια συζήτηση περί φιλελευθερισμού και ελευθεριακότητας στο blog.theorein.org (*) είχε ειπωθεί και η εξής άποψη, όσον αφορά στην αναγκαιότητα παρέμβασης του κράτους στις προσωπικές επιλογές των πολιτών: πως δηλαδή εφόσον κράτος και πολίτης συμφωνήσουν ως προς το τι είναι καλό για τον τελευταίο, τότε το πρώτο δικαιούται να τον εξαναγκάσει να παραμείνει πιστός στα πλαίσια, που από κοινού οριοθέτησαν. Με πιο απλά λόγια, αν κάποιος ισχυρίζεται ότι στόχος του οδηγείν είναι να φτάσει κάπου με τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια, αλλά παράλληλα αμελεί συνειδητά να φορέσει ζώνη ή κράνος, τότε το κράτος οφείλει να παρέμβει και να τον εξαναγκάσει να τα φορέσει. Στην περίπτωση αυτή, η παρέμβαση του κράτους δε θεωρείται ότι περιορίζει την ελευθερία του ατόμου, στον βαθμό που απλά τον "βοηθά" να παραμείνει πιστός στις επιλογές του.

(*) Πάμε πάλι: το Theorein έχει σταματήσει να εκπέμπει, εδώ και χρόνια. Από το προσωπικό μου αρχείο, το ξεχασμένο άρθρο, σε μορφή pdf. Εδώ.

Στη συνέχεια, θα προσπαθήσω να αντικρούσω το επιχείρημα αυτό, του θεμιτού δηλαδή μιας παρόμοιας παρέμβασης. Θα υποστηρίξω, λοιπόν, ότι σε μια φιλελεύθερη κοινωνία και όσον αφορά στις καθαρά προσωπικές επιλογές του ατόμου που δεν βλάπτουν κανέναν άλλο, είναι όμως πιθανόν να προκαλέσουν βλάβη στο ίδιο το άτομο, ο ρόλος του κράτους θα πρέπει να περιορίζεται μόνο σ' εκείνον της ενημέρωσης και της πειθούς. Για να το επιτύχω αυτό θα εισάγω δύο έννοιες ακόμη: (α) την έννοια της προσωπικής ωρίμανσης και (β) εκείνη του τιμήματος. Επιπλέον, στην παρακάτω ανάλυση, δέχομαι εκείνη τη θεώρηση του «κλασικού» φιλελευθερισμού, σύμφωνα με την οποία ένα φιλελεύθερο κράτος δεν είναι ασύμβατο με την κοινωνική πρόνοια και την εξομάλυνση των αδικιών, αλλά συντρέχει και συνεπικουρεί. Επίσης, για χάρη της συζήτησης, αισθάνομαι ότι πρέπει να υιοθετήσω ένα συμβατικό ηλικιακό όριο μέχρι το οποίο η παρέμβαση, είτε κρατική είτε οικογενειακή, να είναι απαραίτητη για την προστασία του «ανήλικου» ατόμου. Η φύση και η ποιότητα αυτής της παρέμβασης δεν είναι του παρόντος. Η κουβέντα που θα κάνουμε ασχολείται με το πέρας του ορίου αυτού, δηλαδή με το «ενήλικο» άτομο.

Είναι ευνόητο, θέλω να πιστεύω, για οποιαδήποτε θεωρία που υποστηρίζει ότι μεριμνά για τον ίδιο τον άνθρωπο, ότι βασική της έννοια είναι η ευημερία αυτού. Θα δεχτώ εδώ, χωρίς περαιτέρω απόδειξη (όμως το θέτω υπό συζήτηση, εφόσον κάποιος αμφιβάλλει), ότι η έννοια της ευημερίας ενέχει ως αναπόσπαστο περιεχόμενο και εκείνη της προσωπικής ωρίμανσης. Για την ωρίμανση αυτή μπορούμε να πούμε τα παρακάτω. Κάθε άνθρωπος γεννιέται όχι μόνο με ικανότητες και ταλέντα αλλά, επίσης, με ατέλειες και αδυναμίες. Πολύ περισσότερο όμως κι από τη γενετική τροχοπέδη, οι αναρίθμητες επιρροές που βομβαρδίζουν το άτομο αδιαλείπτως καθ' όλη τη διάρκεια του βίου του δρουν ανασταλτικά στην ευημερία του. Με άλλα λόγια, κάθε άτομο καλείται να αντιπαλέψει καθημερινά όχι μονάχα τους προσωπικούς του δαίμονες αλλά και τα εμπόδια που ορθώνονται από το περιβάλλον του κι από τις σχέσεις του με τα υπόλοιπα άτομα. Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, θεωρώ ζωτικής σημασίας να υπάρχει μια απρόσκοπτη πορεία ωρίμανσης. Για την ανάγκη αυτής της συζήτησης θεωρώ ως ωρίμανση τη διαδικασία εκείνη καλλιέργειας του σκέπτεσθαι και του πράττειν, η οποία οδηγεί το άτομο στην καλύτερη δυνατή διαχείρηση της εσωτερικής του ζωής (σκέψη, συναισθήματα, κλπ) αλλά και της εξωτερικής (επικοινωνία, συμβίωση, κλπ) και την εξετάζω ξεχωριστά από την οποιαδήποτε συνεπικουρία.

Επιπλέον και χωρίς τις γνώσεις εκείνες ψυχολογίας και παιδαγωγικής, ώστε να μπορώ να υποστηρίξω με παραπομπές την παρακάτω θέση, θεωρώ ότι κάθε σωστή διαδικασία μάθησης και ωρίμανσης περιλαμβάνει, εκ των ων ουκ άνευ, και κάποιο αντίστοιχο τίμημα. Το τίμημα μπορεί να είναι είτε (α) άμεσο σαν συνέπεια μιας λανθασμένης επιλογής, είτε (β) έμμεσο σαν συνέπεια μιας καθ’ όλα επιθυμητής επιλογής, η οποία όμως μας στερεί κάποιες άλλες δυνατότητες. Μια στοιχειώδης παιδαγωγική προσέγγιση (αλλά και διαισθητικά νομίζω το κατανοούμε) μας διδάσκει ότι το λάθος είναι μια απαραίτητη διαδικασία της μάθησης, ένα ατόπημα που το «επιθυμούμε» για να ορίσουμε και να αντιληφθούμε πληρέστερα το ορθό. Ωστόσο, για να προλάβω ευνόητες ενστάσεις, δεν εννοώ να επιδιώκουμε το λάθος αλλά (α) ότι δε είναι δυνατόν να το αποφύγουμε και (β) να το εκμεταλλευόμαστε άπαξ και συμβεί. Η ιστορία οποιασδήποτε θετικής επιστήμης μας αποκαλύπτει ακριβώς αυτό: όσες κι αν ήταν οι λαμπρές και εμπνευσμένες συλλήψεις, υπήρξαν στον αντίποδά τους άλλες τόσες (και περισσότερες) παρερμηνείες, παραδοξολογίες, ανοησίες, οι οποίες ήρθησαν με τον καιρό. Το τίμημα του λάθους, λοιπόν, είναι απαραίτητο για την διαδικασία της μάθησης, της ωρίμανσης, της ευημερίας. Η σοβαρότητα ή το αμετάκλητο του λάθους αποτελεί απλώς μια διαβάθμιση λάθους και δεν ακυρώνει την ισχύ της προηγούμενης πρότασης. Όπως επίσης η ελαφρότητα και η ασημαντότητα του λάθους δεν αναιρεί την προσπάθεια να το αποφύγουμε ή να το προλάβουμε. Ως εδώ δε δημιουργείται καμία αντίφαση, εκτός ίσως από την περίπτωση που το λάθος προλαμβάνεται από παράγοντες έξωθεν του ατόμου, που πιθανόν να υποπέσει σε αυτό. Μια παρόμοια παρέμβαση σώζει προφανώς το άτομο, ακυρώνει όμως συνάμα τη διαδικασία της μάθησης, συνεπώς κι εκείνη της ευημερίας. Για να προλάβω τις αντιδράσεις στο "συνεπώς", θεωρώ πως η παρεμβατικότητα δε δημιουργεί μόνο αντίδραση αλλά πολύ συχνά και επανάπαυση, η οποία με τη σειρά της δημιουργεί σχέσεις εξάρτησης. Όταν κάποιος άλλος μεριμνά για τη ζωή μας ως φυσική συνέπεια επέρχεται η άγνοια και η μαλθακότητα. Κατ' αυτήν την έννοια, εξάρτηση σημαίνει μειωμένη ευημερία.

Είναι αναμενόμενο, στο σημείο αυτό, να αναρωτηθούμε τι συμβαίνει στις περιπτώσεις εκείνες που το τίμημα αυτό είναι αρκούντως μεγάλο, τραγικά επιζήμιο για την προσωπική ασφάλεια και, κατ’ επέκταση, την ευημερία του ατόμου. Στην περίπτωση αυτή, εξακολουθω να πιστεύω ότι η μόνη παρέμβαση, στην οποία έχει δικαίωμα να προβεί η πολιτεία, είναι αυτή της ενημέρωσης/συμβουλευτικής και της χρήσης πειθούς. Δεν υπάρχει άλλοθι για κάτι περισσότερο. Ούτε για ημίμετρα, βεβαίως. Η παραμικρή χαραμάδα παρέμβασης μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε χάσμα αγεφύρωτο, μετατρέποντας το άτομο και την ελευθερία του σε εργαλείο χειραγώγησης (βλ. παρακάτω). Ενστάσεις αναφέρονται, καμιά φορά, ως προς την αδυναμία του κράτους να συμβουλέψει ή να πείσει τον καθένα ξεχωριστά. Αυτή η θέση νομίζω δεν στέκει. Με τη λογική αυτή θα έπρεπε, κατ' αναλογία, το κράτος να μην μεριμνά για την παιδεία ακριβώς γιατί αδυνατεί να παράσχει ένα δάσκαλο σε κάθε μαθητή. Ωστόσο, μπορεί η ενημέρωση να γίνεται σε ομάδες, με χρήση ήδη υπάρχοντων μηχανισμών ή θεσμών (σχολεία, πανεπιστήμια), με τη βοήθεια των Μ.Μ.Ε, κλπ. Είναι άστοχο να υποστηρίζουμε το αντίθετο όταν το κράτος φαίνεται εξαιρετικά ικανό στην ενημέρωση όταν αυτή αφορά σε προεκλογικές εκστρατείες των κομμάτων, σε φορολογικές ή άλλες αυξήσεις και όλα τα σχετικά.

Αν τώρα, παρ’ όλα αυτά, οι πράξεις του ατόμου το οδηγήσουν τελικά σε δυσμενή θέση, αυτό δε σημαίνει ότι το κράτος πρόνοιας δικαιούται να αρνηθεί τη συνδρομή του, αλλά θα πρέπει να παραμείνει δεσμευμένο προς το άτομο, σε ό,τι αφορά μια ανθρωπίνως στοιχειώδη κάλυψη. Δεν ακυρώνει δηλαδή η παράτολμη ενέργεια τη δέσμευση αυτή, όπως θα βιαζόταν να συμπληρώσει με ψιλά γράμματα η οποιαδήποτε ασφαλιστική εταιρεία.

Για παράδειγμα, όταν μια ομάδα ορειβατών επιχειρεί μια παράτολμη κατάκτηση και στην πορεία εγκλωβίζεται σε κάποια χαράδρα, το κράτος είναι υπεύθυνο να οργανώσει μια επιχείρηση διάσωσης. Από την πλευρά της σωστικής ομάδας, βέβαια, θεωρώ ότι κανένα μέλος δε θα πρέπει να είναι υποχρεωμένο να ριψοκινδυνεύσει παρά μόνο στο βαθμό που και γι’ αυτό – με τη σειρά του – μια τέτοια απόφαση θα αποτελούσε ελεύθερη προσωπική επιλογή. Ειπώθηκε σε περίοδο μεγάλων πυρκαγιών στις ΗΠΑ - και συμφωνώ απόλυτα - από κάποιους πυροσβέστες: αν μερικοί επιμένουν να εκδράμουν στα διάφορα καταφύγια, σε περιόδους αυξημένης επικινδυνότητας για πυρκαγιά και παρά τις προειδοποιήσεις, τότε να μην περιμένουν να ρισκάρουμε εμείς τις ζωές μας για χάρη τους. Δεκτό ως στάση των πυροσβεστών, άκυρο ως στάση της πολιτείας της οποίας χρέος είναι να αναζητήσει αν υπάρχουν άτομα που θα επιχειρούσαν την ενδεχόμενη διάσωση.

Εδώ μοιάζει να δημιουργείται ένα παράδοξο: η θεωρία αυτή φαίνεται να επιθυμεί και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο. Από τη μία να έχουμε πολίτες που δρουν όπως τους «καπνίσει» και από την άλλη μια πολιτεία που πρέπει να συνδράμει τον κάθε «τρελό», που θα θέσει τη ζωή του σε κίνδυνο. Φανταστείτε πχ. τα ποσά που ξοδεύονται κάθε χρόνο από τα ασφαλιστικά ταμεία για ανθρώπους που δεν φορούσαν κράνος ή ζώνη. Στο σημείο αυτό, νομίζω, επανέρχεται επιτακτικά η έννοια του τιμήματος. Με ποιον τρόπο θα επιθυμούσε ένα κράτος (κατ’ επέκταση μια κοινωνία πολιτών) να συντηρεί το δικαίωμα στην ελευθερία δίχως αυτή η ελευθερία να οδηγεί σε κάποιας μορφής ή βαθμού δυσάρεστα αποτελέσματα; Εδώ δε μιλάμε για φιλοσοφικές ουτοπίες, μιλάμε για μια θεώρηση της ελευθερίας που να μπορεί να μπει σε εφαρμογή. Μέσα στην ελευθερία που εμπεριέχει τη δυνατότητα του λάθους, απαραίτητου για την ωρίμανση, υπάρχουν παράπλευρες συνέπειες που δεν είναι θεμιτό να τις προλαμβάνουμε αλλά μόνον να τις συντρέχουμε. Αυτό είναι το τίμημα. Σε αντίθετη περίπτωση, μοιάζει να είναι η πολιτεία εκείνη που επιθυμεί και την ακεραιότητα της πίτας, και τον κορεσμό του κυνός.

Η επικύρωση της παρέμβασης στην προσωπική ελευθερία, όσον αφορά στις προσωπικές επιλογές που δεν βλάπτουν άλλον, είναι επίσης εξαιρετικά ύποπτη και μπορεί να μετατραπεί σε ένα πολύ καλό εργαλείο ελέγχου, οποιασδήποτε μορφής. Έχει ειπωθεί η εξής άποψη:

«Ας πάρουµε το παράδειγµα της ζώνης ασφαλείας ή του κράνους: οι ελευθεριακοί επιµένουν ότι κανείς δεν πρέπει να υποχρεώνεται διά νόµου στις παραπάνω ενέργειες, αφού αφορούν τον ίδιο προσωπικά και το σώµα του. Σίγουρα, είναι κακό να επιβάλεις σε κάποιον κάτι «για το καλό του» όταν εκείνος απλά διαφωνεί µε την άποψη ότι αυτό το κάτι είναι, πράγµατι, για το καλό του. Όταν, όµως, συµφωνεί απολύτως µαζί σου, αυτός ο πολύ σηµαντικός λόγος εκλίπει: κάθε λογικός άνθρωπος, αν ερωτηθεί πριν ξεκινήσει το πρωί για τη δουλειά του ή για ένα ταξίδι ποιες είναι οι βασικές του προτεραιότητες όταν οδηγεί, θα απαντήσει ότι πρωτίστως θέλει να φθάσει σώος και ασφαλής, ακολούθως να µην βλάψει κάποιον άλλο και µετά να φθάσει στην ώρα του, να µην ταλαιπωρηθεί κλπ. Αν, ακόµα, τον ρωτήσουµε, πιο συγκεκριµένα, αν θα θυσίαζε τη ζωή ή την υγεία του προκειµένου να αποφύγει µία πολύ µικρή ενόχληση, θα θεωρούσε αυτονόητη την απάντηση ότι αυτά τα δύο δεν αξίζει καν να µπουν στη ζυγαριά. Κι όµως, όταν ο ίδιος αυτός άνθρωπος µπαίνει στο αυτοκίνητό του, για κάποιον εντελώς ανόητο λόγο προκρίνει αυτό το οποίο – µε βάση ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ εκτίµηση- είναι το λιγότερο σηµαντικό - ή έστω πολύ λιγότερο σηµαντικό από αυτό που διακυβεύεται: δε βάζει ζώνη και θέτει σε κίνδυνο τη ζωή/υγεία του για να µην νιώσει µία ελάχιστη –ειδικά µε τις σύγχρονες ζώνες ασφαλείας- ενόχληση. Εδώ δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος για να µην του φορέσουµε µε το ζόρι τη ζώνη – αφού θα τον βοηθήσουµε απλά να κάνει αυτό που εκείνος θέλει, να αποφύγει µία παράλογη –σύµφωνα µε τον ίδιο- απόφαση και όλα αυτά χωρίς την παραµικρή έκφραση αποδοκιµασίας απέναντι στη γνώµη του, τον τρόπο ζωής του κλπ.»

Το παραπάνω απόσπασμα έχει τις αναμενόμενες αδυναμίες ενός ξερού αποσπάσματος, αποκομμένου απ’ το γενικότερο πλαίσιο του άρθρου. Ωστόσο εδώ δεν αποζητώ την κριτική προς τον γράφοντα και τη γενικότερη άποψή του – που ούτως ή άλλως είχε τεθεί σε διαφορετικό πλαίσιο. Μ’ ενδιαφέρει, απλά, να εξετάσω το συγκεκριμένο επιχείρημα. Θεωρώ, λοιπόν, ότι «μπάζει» από πολλές πλευρές:

α) Ο θεωρητικός άνθρωπος που πρωταγωνιστεί στο παράδειγμα δεν είναι σε καμία περίπτωση σίγουρο πως θ’ απαντήσει με τον παραπάνω τρόπο. Θα μπορούσε να πει επίσης πχ. «Η ζώνη δεν μου είναι πάντα απαραίτητη. Εγώ θα κρίνω πότε είναι, αναλόγως του τρόπου που σκοπεύω να οδηγήσω» ή «Στόχος μου είναι μεν να φτάσω σώος στον προορισμό μου, αλλά όχι απαραίτητα με τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια. Η αδρεναλίνη που εκρίνω κατά τη διαδρομή είναι κάτι που μ’ ευχαριστεί και το αποζητώ. Τη βρίσκω με το ρίσκο» ή «Το συναίσθημα του να οδηγάς χωρίς κράνος είναι τόσο όμορφο, ώστε αξίζει να το βιώνουμε μια φορά στο τόσο». Το πρόβλημα έγκειται (α) στο ότι δεν ορίζουν όλοι οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο την ασφάλεια ή το ρίσκο, (β) το ρίσκο, ακόμη και για την ίδια πράξη, διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο, ανάλογα με την εμπειρία, τις ικανότητες ή αλλους παράγοντες (πχ. πάνω σ' ένα τεντωμένο σχοινί δεν είναι ίδιο το ρίσκο για έναν ακροβάτη και για έναν φιλόδοξο αδαή από το κοινό) και (γ) στην απόλυτη ισχύ ενός νόμου, πχ. μπορώ μονάχα να επιλέξω να κάνω ή να μην κάνω κάτι εξ' ολοκλήρου, όχι όμως να επιλέξω κατά βούληση πότε ή πόσο συχνά θα το κάνω.

β) Από το τελευταίο σχόλιο, συνεκδοχικά, είναι άσκοπο να ορίζουμε μια ελευθερία επιλογών δίχως την ελευθερία να επιλέγουμε ή όχι τις επιλογές μας. Για τι είδους ελευθερία μιλάμε αν μπορώ να επιλέξω την (προσωπικά) ασφαλή οδήγηση αλλά να μην μπορώ να επιλέξω να μην την επιλέξω; Τι νόημα έχει η ελευθερία επιλογής αν είμαι τελικά υποχρεωμένος να επιλέγω μόνο τα «ορθά»;

γ) Με την ίδια λογική του παραπάνω επιχειρήματος θα μπορούσαμε να ακυρώσουμε ένα σωρό άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες, πολλές από τις οποίες αποτελούν και ιδανικά της κοινωνίας μας. Παραδείγματα ουκ ολίγα:

– Κανείς, φυσικά, δε μας απαγορεύει να τρώμε ό,τι ή όσο θέλουμε, αλλά βεβαίως κανένας άνθρωπος δεν επιθυμεί η διατροφή του να τον οδηγήσει σε «πρόωρο» θάνατο. Ως γνωστόν όμως, τα λιπαρά είναι βλαβερά και μακροπρόθεσμα οδηγούν σε καρδιοπάθειες και εμφράγματα. Συνεπώς, αν κάποιος επιθυμεί να τρώει συχνά σε fast food ή χοντρές χοιρινές μπριζόλες οφείλει το κράτος να παρέμβει και να τον σώσει από τον…εαυτό του ή να απαγορεύσει δια νόμου τις χοιρινές μπριζόλες.

– Ένας μαραθωνοδρόμος έχει φτάσει στα όρια της εξάντλησης. Παραπατάει και οι σωματικές του λειτουργίες φθίνουν η μία μετά την άλλη. Ωστόσο, το πείσμα και η δύναμη της θέλησης του δίνει επιπλέον δυνάμεις. Η «ψυχή» του λυσσασμένη τον βοηθά να κάνει ένα βήμα ακόμη. Τερματίζει, το πλήθος τον καταχειροκροτεί ενθουσιασμένο, αλλά εκεί αφήνει την τελευταία του πνοή. Για κάποιους είναι ήρωας. Αν το ρωτούσαμε πριν τον αγώνα αν θα ήθελε να φτάσει σώος στη γραμμή του τερματισμού, δεν πιστεύω ότι θα διαφωνούσε. Γι’ αυτό το λόγο, ορθό θα ήταν, λίγο πριν το τέλος να μπουν οι αστυνομικοί στο στίβο και να τον μαζέψουν σηκωτό, προκειμένου να τον σώσουν! Δια νόμου, θα ήταν επίσης συνετό να απαγορευθεί σε οποιονδήποτε αθλητή να κουράζεται υπερβολικά.

– Ο Νιλ Άρμστρονγκ ετοιμάζεται να μπει στον πύραυλο που θα τον οδηγήσει στη σελήνη ή ο Χριστόφρος Κολόμβος στο πλοίο που θα τον οδηγήσει στην Αμερική. Φυσικά και οι δύο επιθυμούν να επιστρέψουν σώοι, το εγχείρημα όμως είναι εξαιρετικά επικίνδυνο και οι πιθανότητες επιβίωσης περιορισμένες. Πρέπει το κράτος να ακυρώσει τα πάντα και να συμμαζέψει τους δύο άμυαλους νέους, φυσικά, πάντα για το καλό τους. Επίσης, θα έπρεπε να ψηφιστεί κατάλληλη νομοθεσία που να καθιστά παράνομο κάθε διάπλου του Ατλαντικού ή κάθε επανδρωμένη προσπάθεια εξερεύνησης του Ηλιακού Συστήματος.

– Είναι ευνόητο πως κάθε πολίτης επιθυμεί να περπατά στους δρόμους ασφαλής. Δυσανασχετεί με τις κάμερες παρακολούθησης. Το κράτος όμως τις επιβάλει, παρ’ όλα αυτά, προκειμένου να πατάξει την εγκληματικότητα και να επεμβαίνει ταχύτερα και αμεσότερα. Να του προσφέρει την «ασφάλεια» που, ούτως ή άλλως, κι εκείνος επιθυμεί.

Έχει γίνει κατανοητό, πως θα μπορούσε κανείς να γράψει εκατομμύρια παραδείγματα που να καταδεικνύουν το άστοχο των παραπάνω επιχειρημάτων.

Συγκεφαλαιώνω λοιπόν: τόσο ορθότερα λειτουργεί μια πολιτεία, όσο ωριμότερα λειτουργούν οι πολίτες της. Τόσο ωριμότερα λειτουργούν οι πολίτες όσο πιο ελεύθερα – ή καλύτερα ανεμπόδιστα – αφήνονται να ωριμάσουν. Τόσο πιο ελεύθερα ωριμάζει κάποιος όσο πιο ελεύθερα αντιλαμβάνεται τις αιτίες και τις συνέπειες των πράξεών του. Τόσο πληρέστερα συμβαίνει το τελευταίο όσο πιο περιορισμένες είναι η παρεμβατικότητα, η νουθεσίες και τα «κηρύγματα» και όσο ευρύτερα είναι ο διάλογος, η πειθώ, η ενημέρωση, όπως δυστυχώς και το τίμημα. Στην φράση «Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις εφόσον δε βλάπτεις κάποιον άλλον» δεν υπάρχει καθόλου χώρος για «Αλλά», παρά μόνο συνταγογραφημένο από ψυχίατρο. Υπάρχει τεράστια ποιοτική διαφορά ανάμεσα σε μια ζωντανή και ασφαλή μαριονέτα κι ένα θνητό ελεύθερο πολίτη. Η ζωή, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν είναι ο γυάλινος, αποστειρωμένος πύργος του μπαμπά και της μαμάς. Οι πατερναλιστικοί νόμοι που επιχειρούν να επιβάλλουν μια τέτοια τάξη πραγμάτων απέχουν μακράν της πραγματικότητας και αποτελούν αποκύημα αναιμικής ψυχοσύνθεσης και αρρωστημένης ανασφάλειας. Όταν φυσικά δεν ενέχουν - ως συνήθως - ξεκάθαρα οικονομικά κίνητρα, πχ. πρόστιμα, αγορά νέου εξοπλισμού, κλπ. Εντάξει, το καταλάβαμε λοιπόν ότι από τη ζωή θα μας προφυλάξει το Κράτος. Από το Κράτος όμως ποιος θα μας προφυλάξει;

Δεν υπάρχουν σχόλια: