8 Σεπ 2019

Αναγωγισμού το ευτράπελον [Μέρος 1ο]

Ξαναχαζεύοντας, με περισσότερη προσοχή, το πρώτο επεισόδιο της σειράς «Why are we here» του CuriosiytStream με τίτλο «Meaning seeking beings», πήρα την απόφαση να παραθέσω αχταρμά τις σκόρπιες σκέψεις που αναδύονται, παράλληλα με την παρακολούθηση. Κι ο χρόνος μετράει από τώρα...

4:34

Όπου δίνεται ένας πρώτος ορισμός του Επιστημονισμού, ως η πίστη εκείνη σύμφωνα με την οποία ο Αναγωγισμός είναι ικανός να λύσει κάθε (sic) πρόβλημα. Απομαγνητοφωνώ (ελπίζω χωρίς σοβαρές αποκλίσεις) την εισαγωγή της εκφωνήτριας :

« [...] And that is precisely what a controversial movement called scientism has done. For its supporters, reductionism is not a powerful method of science. It is science. It is a philosophy which says : everything must be explained from the bottom up, and those things which can't be, must be let go.»

Ας υποθέσουμε, καλή τη πίστει, πως οι συντελεστές έχουν αποδώσει το νόημα με σχετική αυστηρότητα. Ήδη, λοιπόν, από τούτη την εισαγωγή ορθώνεται η πρώτη ένσταση : αποδέχεται, λοιπόν, ο Αναγωγισμός την έστω κι αμυδρή πιθανότητα του ανυπότακτου στην ερμηνευτική του προσέγγιση; Κι αν ναι, ποια είναι τότε η αντίδρασή του μπρος στο ενδεχόμενο της αποτυχίας; Πρέπει λέει να παρατήσουμε τα περίεργα τούτα στη μοίρα τους, δε θα 'πρεπε να μας απασχολούν. Κι όμως! Έτσι ακριβώς : must be let go! Η στάση αυτή θυμίζει την αλαζονική επιμονή της αυθεντίας μιας άλλης εποχής, η οποία δυσκολεύεται να παραδεχτεί πως στις παραφωνίες των θεωριών της κρύβεται το σπέρμα της μελλοντικής της ήττας. Προτιμά να κρύβει την παρατυπία κάτω από χαλάκια ευσεβών πόθων : πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα 'ναι, τ' αντικλείδια θέλει να πει των ανερμήνευτων. Πώς να το κάνουμε; κρύβει μιαν ύποπτη απροθυμία η ευκολία με την οποία παρακάμπτεται το αμφίβολο ή το ανερμήνευτο.

5:00

Όπου γίνεται η γνωριμία με τον Alex Rosenberg , ο οποίος καθόλη την διάρκεια της παρακολούθησης νόμιζα πως ήταν τίποτε αστροπυρηνικός υδραυλικός, αλλά τελικά δεν είναι παρά ένας μαχητικός αθεϊστής φιλόσοφος. Άνθρωπος φαινομενικά αγέλαστος, δύστροπος και επηρμένος, μας δίνει τη χαρά της πρώτης γνωριμίας του με όρους απόλυτης υποταγής (σ' αυτόν ή την πίστη του) :

- Is there a God? Of course not!
- What is the meaning of the Universe? It doesn't have any!
- What is the purpose of Life? Ditto!
- Is there's a difference between right and wrong, good and bad? There's not a moral difference between them.
- What is the nature of the relationship between the mind and the brain? They're identical, the mind is the brain.
- Is there a free will? Not a chance!
- Does the lessons of the past have any particular bearing that will help us cope with the future? Less and less, if they ever had any at all!

Αν ξεπεράσει κανείς το ιδιόρρυθμο, εκνευριστικό ύφος θα διαπιστώσει πως ο άνθρωπος δε λέει, εντελώς, αρλούμπες - η εκπομπή διατηρεί γενικά ένα υψηλό επίπεδο - αλλά επιβάλλεται ως ομιλητής περισσότερο δια του ύφους, παρά δια του περιεχομένου - το οποίο ενίοτε είναι και τετριμμένο (το τελευταίο δίχως μομφή).

Ερώτηση: Can you tell us what you mean by "scientism"?
Απάντηση: "scientism", as the word is normally used, is a term of abuse and what it means is the exaggerated respect for science's methods and science's findings. Now, take that definition and remove the word "exaggerated" and you've got my definition of scientism. Scientism is the view that science is our best guide to the nature of reality, its methods, and its findings are our best account of the nature of reality.

και συνεχίζει :

- When I weigh the philosophical puzzles against what science has accomplished over the 400 years since Galileo and Newton... when I weigh those in the balance it seems to me that the balance is so heavily tipped towards science and its accomplishments by way of explaining and enabling us understand nature and ourselves, that now, at the end of the 20th, beginning of the 21st Century, there's still a package of problems that the sciences can't yet answer. Do I think that science will never answer them? No! That's what scientism consists in. It's the prediction that eventually we're going to successfully answer these questions.

Καλά τα είπε τούτος, ώρα τώρα να πω και τα δικά μου.

Να 'μουνα Θεός για λίγο

Εδώ και χρόνια π' ασχολούμαι με το ζήτημα, ειλικρινά δεν έχω διαβάσει το παραμικρό επιχείρημα, σχόλιο, άποψη, θέση, δοκίμιο, υποσημείωση - κι ό,τι τέλος πάντων χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να στοιχειοθετήσουνε πειθώ - το οποίο να είναι αρκούντως πειστικό για την ανυπαρξία (ή την ύπαρξη) του οτιδήποτε. Να διαβάλλει κανείς τις αφέλειες των «ιερών κειμένων» είναι το πιο εύκολο πράμα στον κόσμο, αλλά να καταφέρει καίριο και απόλυτο πλήγμα ενάντια στην υπόνοια μιας υπέρτατης ή έστω υπέρτερης συνείδησης, θαρρώ δεν το 'χει καταφέρει κανείς ούτε ξώφαλτσα. Τα τέρατα της νοημοσύνης καταλήγουν, συνήθως, σε μια πίστη απ' την ανάποδη. Εξού  και - ασχέτως με τις προσωπικές κλίσεις και διαισθήσεις καθενός - η τιμιότερη φιλοσοφική θέση είναι μάλλον ο αγνωστικισμός, ακόμα κι αν δεν είναι ολοκάθαρος, ακόμα δηλαδή κι αν γέρνει ενίοτε ευνοϊκά προς τη μία κατεύθυνση ή προς την αντίπαλή της. Η προσωπική μου στάση, εδώ, είναι παντελώς αδιάφορη με το θέμα.

Νοήμων ανοησία

Οι ακόλουθοι τρεις προβληματισμοί περί νοήματος, σκοπού και ηθικής είναι, θαρρώ, απλές συνεπαγωγές του προηγούμενου : ελλείψει θεού (οποιουδήποτε) τα ερωτήματα τούτα φαντάζουν, πράγματι, άνευ νοήματος. Αν το σύμπαν δεν έχει δημιουργό τότε ποιο το νόημα να έχει νόημα; ποιο το νόημα να 'χει η ζωή σκοπό; Φυσικά, ως νόημα και σκοπός, εδώ, δε νοούνται οι μυριάδες κατευθύνσεις και το περιεχόμενο που μπορεί, συνειδητά ή ασύνειδα, να θέτει κάθε άνθρωπος στις πράξεις και τους σχεδιασμούς του. Εννοούμε αν η δημιουργία τη ζωής καθαυτής εξυπηρετεί κάποιο σκοπό στη δημιουργία ή δεν αποτελεί, εν τέλει, άλλο από προϊόν τυχαιότητας και συγκυρίας. Εν απουσία θεϊκής βουλήσεως, τα θεμέλια παρόμοιων προσδοκιών μοιάζουν να γκρεμίζονται με πάταγο σ' άψυχα θρύμματα και σκόνη.

Κοντά στο νου κι η γνώση

Το πιο σοβαρό ερώτημα. Συνδέεται άμεσα με τη φύση και τη λειτουργία της συνείδησης κι άρα της ίδιας μας της ύπαρξης. Είναι ένα ολάκερο ζήτημα από μόνο του και θέλει πολύ μελέτη μόνο και μόνο για να φτιάσει κανείς έναν στοιχειώδη πρόλογο. Εγώ φυσικά είμαι ανεπαρκής. Το ρεζουμέ είναι πως, για τον Rosenberg, ο νους ταυτίζεται ακριβώς - ούτε παραπάνω, ούτε παρακάτω - με αυτόν καθαυτόν τον υλικό εγκεφάλο, δηλαδή μ' εκείνη τη φαιά μάζα που κουβαλάμε στο κρανίο (φαντάζομαι υπονοεί μαζί με τα χιλιόμετρα των νευρικών προεκτάσεών της).

Προσωπικά, δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα με τούτη την παραδοχή : να μην ήταν η συνείδηση παρά δημιούργημα της «κοινής» ύλης και μόνον αυτής, δίχως κανένα μεταφυσικό δεκανίκι, δίχως το παραμικρό αλληγορικό φτιασίδι. Φυσικά και θα ευχόμουν να 'ταν αλλιώς τα πράματα, όχι γι' άλλο λόγο παρά για χάρη των μυριάδων τσακισμένων υπάρξεων, που γνώρισαν μόνο τον πόνο και το θάνατο. Αν περιοριστούμε ωστόσο στα υλικά δικά μας, το παραλυτικό δέος μπροστά στην αλήθεια της ύπαρξης είναι από μόνο του τόσο μεγαλειώδες, ώστε το πρόβλημα του θείου είναι μόνον η ουρά του γαϊδάρου. Η ζωή είναι θαυμάσια ακόμα και δίχως εμπνευστή ή σχεδιαστή. Μ' ακόμα κι αν υπήρχε θεός δε θα ξέραμε ακριβώς για τι πράγμα θα 'πρεπε να τον ευχαριστήσουμε, στο βαθμό που αγνοούμε παντελώς τη φύση του δώρου του. Το πρόβλημά μου ως προς τον αναγωγισμό δεν είναι αξιωματικό (δεν αφορά δηλαδή στη μεθοδολογία του) είναι ερμηνευτικό. Παρότι η αποκωδικοποίηση των μερών εξελίσσεται άλλοτε με ραγδαίους κι άλλοτε με σεμνότερους ρυθμούς, θαρρώ πως ο αναγωγισμός δεν έχει φτάσει καν στο κατώφλι των ερμηνειών της συνείδησης. Νομίζω πως ο ίδιος βιάζεται να ξεμπερδέψει, είτε από αλαζονεία παντοδυναμίας, είτε ακόμα κι από φόβο ανεπάρκειας. Με ποιον τρόπο λοιπόν, από τη συνάθροιση των αποκαθηλωμένων κι αποκεκαλυμμένων μερών (νευρικών ή άλλων) αναδύεται τελικά η οντότητα εκείνη η οποία θεάται εαυτόν κι αναρωτιέται για την ύπαρξή της;

Ο αναγωγισμός εξισώνει την λειτουργική ερμηνεία με την υπαρκτική δίχως τελικά να ερμηνεύει τίποτα κι αδικώντας ουσιαστικά τον εαυτό του. Προχωρά σε μια βεβιασμένη ξεπέτα, καθώς αδυνατεί να εξηγήσει τα πάντα, αλλά δεν έχει και την υπομονή ν' αφήσει την επιστήμη να ωριμάσει. Θέλει να εξηγήσει εδώ και τώρα κι όχι μετά από εκατό χρόνους ή έστω τον άλλο μήνα. Η μελέτη του εγκεφάλου και της νόησης - για όσους παρακολουθούν την εκλαϊκευμένη επιστήμη - είναι ακόμη ένα ανοιχτό ζήτημα και παρά τις θαυμαστές αποκαλύψεις έχει πολύ δρόμο μπροστά της. Δεν είναι λίγες οι φορές, που οι επιστήμονες εφαρμόζουν αποτελεσματικά φαρμακευτικές αγωγές δίχως να ξέρουνε καλά-καλά τους μηχανισμούς δράσης τους, παρά μόνον πειραματικά, δηλαδή εμπειρικά. Πόσο κοντά είναι τούτο στην αποκωδικοποίηση του εγκεφάλου; Θα τολμούσα να πω είμαστε ακόμα στον προθάλαμο. Ακόμα κι αν όλα τα προβλήματα είναι αναγωγίσιμα, δεν έχουν όλα τον ίδιο βαθμό δυσκολίας. Κι έτσι η ευκολία - ή μάλλον η βεβαιότητα και η έπαρση - με την οποία ο κάθε Rosenberg εξισώνει την ύλη με τις εκδηλώσεις της δεν είναι της παρούσας εποχής, μα ίσως μιας πολύ μεταγενέστερης. Θα 'ταν τουλάχιστον συνετό να κρατήσει κανείς την παρακάτω πισινή : θα μπορούσε να υπάρχει στο σύμπαν μια διάσταση της ύλης, καθόλου μεταφυσική μα ξέχωρη απ' τον εγκέφαλο, η οποία να μπολιάζει τους εγκεφάλους με συνειδησιακή δύναμη. Μ' άλλα λόγια, να 'ταν ο εγκέφαλος απλά ένα μέσο, ένας δίαυλος, δια μέσου του οποίου εκδηλώνεται μια βαθύτερη υπαρκτική διάσταση. Έτσι ο νους θα 'ταν κατά πολύ ευρύτερος από τις εγκεφαλικές δομές και δε θα μπορούσαμε σε καμία περίπτωση να ισχυριστούμε ότι ταυτίζεται με αυτές, όπως η κοίτη ενός ποταμού ορίζει το ποτάμι αλλά η κοίτη δεν είναι φυσικά νερό.

Ελευθερία ή βούληση!

Ο Rosenberg έχει καυλώσει μ' όλα τα κορυφαία φιλοσοφικά ζητήμα και πιάνει να εκσπερματίζει κουβέντες μεγάλες και βαριές, πιθανότατα απ' την ανάγκη να φανεί κι ο ίδιο μεγάλος και βαρύς. Άμα το πρόβλημα τούτο της ελευθερίας της βούλησης ήταν έτσι απαρέγκλιτα λυμένο, άπαξ και διαπαντός κι εις τους αιώνας των αιώνων, φαντάζομαι θα κυριαρχούσε στα πρωτοσέλιδα των επιστημονικών και φιλοσοφικών εφημερίδων για τα επόμενα τρεισίμιση χιλιάδες χρόνια και θα σημάδευε την ανθρώπινη ιστορία με αμέτρητους πληγωτικούς τρόπους. Ο Rosenberg είναι από την πάστα εκείνη των ανθρώπων που ΄χουν την τάση να λατρεύουν την αυθεντία και το τετελεσμένο παρά τον ανοιχτό διάλογο και την ενδεχομενικότητα των εναλλακτικών, όπως κάθε πεπερασμένο και ατελές ανθρώπινο πλάσμα θα 'πρεπε να 'χει την ταπεινότητα να υπομένει. Γυρεύει την ασφάλεια των απαντήσεων, παρά τη δυναμική των ερωτημάτων. Τέτοια μυαλά είναι νεκρά ως προς την ανθρώπινη ιστορία κι εξέλιξη, κι όπως καθετί νεκρό είναι περιττό βάρος κι εμπόδιο. Βιάζονται να επιβάλλουν μιαν απάντηση (οι εκφραστικοί κώδικες του Rosenberg είναι ξεκάθαροι) ακόμα κι αν δεν υπάρχει απαραίτητα μία. Διαφορετικά όλοι οι αναγωγιστές θα ήταν σύμφωνοι, όπως είναι σύμφωνοι για τη μάζα του ηλεκτρονίου κι άλλα τέτοια θεμελιακά. Μα κάτι τέτοιο δε συμβαίνει, καθώς δεν είναι όλοι οι αναγωγιστές π.χ. άθεοι, παρότι μπορεί να είναι άθρησκοι.

Ξαναλέμε για να το κλείσουμε : το πρόβλημα με τον αναγωγισμό του Rosenberg και τα συμπεράσματά του δεν είναι η μεθοδολογία ή τα συμπεράσματα καθαυτά, αλλά η απόλυτη εκφορά λόγου από ένα υποτυπώδες άτομο, όταν περισσότερο σύμφωνη προς το επιστημονικό ήθος είναι η εκφορά λόγου από την επιστημονική κοινότητα κι όχι τυχούσες υπερφίαλες μονάδες της.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι πως από τα ίδια μερικά στοιχεία μπορούν να προκύψουν πολλαπλές ερμηνείες. Σε μια στοίβα τούβλων άλλος βλέπει (απλά) μια στοίβα τούβλων, άλλος έναν τοίχο κι άλλος ολάκερο σπίτι ή κάστρο. Ποιος έχει δίκιο; Όταν περνάμε στο πεδίο της ερμηνευτικής, το πείραμα με τις αμφισημίες τους δεν είναι πάντα επαρκές ή αρκετά ισχυρό ώστε να παρακάμψει κανείς τις φιλοσοφικές απόρροιες ή τα θεμέλια. Όταν ο Rosenberg αναρωτιέται «Is there a free will?» λειτουργεί ως φιλόσοφος γιατί θέτει ένα τίμιο υπαρκτικό ερώτημα, αλλά δε λειτουργεί ως επιστήμονας στο απαντητικό του εγχείρημα. Απαντώντας με το συγκεκριμένο ύφος και ήθος του «Not a chance!» υποπέφτει στην κατηγορία του κοινού ομφαλοσκόπου, δηλαδή στην καθομιλουμένη : του απλού μαλάκα.

Μένει, κάποτε, να λύσω και το παρακάτω ζήτημα: πώς συμβιβάζεται τελικά, στους εγκεφάλους των Rosenberg, η κβαντομηχανική απροσδιοριστία και η στατιστική (άρα πιθανοκρατική) φύση της σύγχρονης επιστήμης με τη νευτώνεια μηχανιστική της αιτιοκρατίας; Ακόμα δεν έχω καν υποψίες.

Σωρευτική άγνοια;

Ο εκκεντρικός Rosenberg θεωρεί πως τα μαθήματα του παρελθόντος βοηθούν όλο και λιγότερο τον άνθρωπο στην πορεία του προς το μέλλον. Εδώ ο κατακαημένος αμπελοφιλόσοφος, ουσιαστικά, ακυρώνει εαυτόν, καθώς στη γνώση ετούτη έφτασε φυσικά μελετώντας τα διδάγματα του παρελθόντος κι όχι με παρθενογένεση ιδεών. Αν όμως επιμένει ν' αρνείται τη γνωστική του εξέλιξη ή πρόοδο, τότε θα πρέπει να παραδεχτεί πως είτε σφάλλει κατά πάσα πιθανότητα κι ο ίδιος, ανήμπορος ν' αντλήσει το παραμικρό απ' τα διαβάσματά του, είτε πως η γνώση του δεν είναι παρά ένα συγκυριακό ευτύχημα, μια «επιφοίτηση» από το πουθενά των ενδεχομένων. Αν είναι ακραιφνής αιτιοκράτης θα πρέπει να παραδεχτεί πως δεν υπάρχει απολύτως καμία επαγωγική συσσώρευση ή εξέλιξη της γνώσης, καμία απολύτως μάθηση, παρά μονάχα ένα τετελεσμένο γίγνεσθαι, του οποίου υφιστάμεθα παθητικά την εξέλιξη. Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει και whatever will be will be. Αν επανεκκινούσαμε το σύμπαν με τις ίδιες αρχικές συνθήκες (ποιες είναι αυτές;), μετά από 13,7 δισεκατομμύρια χρόνια ο Rosenberg θ' ακολουθούσε την ίδια ακριβώς συλλογιστική πορεία και θα κατέληγε, απαρέγκλιτα, στα ίδια ακριβώς συμπεράσματα. Πάνω σ' αυτή τη συλλογιστική, ωστόσο, πώς μπορεί να δικαιολογήσει κανείς την εξέλιξη της επιστημονικής γνώσης ή μεθοδολογίας και τα επιτεύγματα του αναγωγισμού, εφόσον κάθε νέα επιτυχία στηρίζεται σε μια προηγούμενη δοκιμή κι αποτυχία; Με πιο σοφιστικό τέχνασμα καταφέρνει εδώ ο στοχαστής να μην αντιφάσκει εαυτόν;

Φιλοσοφία - Επιστήμη : μηδέν - 0

Κατά την άποψη του Rosenberg τα επιτεύγματα της Φιλοσοφίας δεν συγκρίνονται στο ελάχιστο μ' εκείνα της Επιστήμης, όσον αφορά στην κατανόηση της φύσης και των εαυτών μας. Κι ωστόσο καμιά φορά, είναι προτιμότερο ν' αποφεύγονται οι συγκρίσεις-συγκρούσεις σ' εκείνο το έδαφος, που είναι γόνιμο ακριβώς για το αντίθετο : για συνεργασίες-συνυπάρξεις. Δεν είναι, να πούμε, η επιστήμη αυτοφυής κι αμόλυντη από φιλοσοφικές αφετηρίες, λες και ξύπνησε μια μέρα η τεχνητή νοημοσύνη κι άρχισε να συνθέτει ένα όραμα του κόσμου. Τα αξιώματά της τι άλλο είναι παρά φιλοσοφικές παραδοχές, συμβάσεις, συμφωνίες, αντικατοπτρισμοί, επαγωγικές συσσωρεύσεις ή στοχαστικά όρια; Η επιστήμη δεν ξεκινάει απ' το μηδέν, η επιστήμη ξεκινάει από κάπου. Κι αυτό το «κάπου» δε βασίζεται απαραίτητα στο πείραμα, όπως ο Bohr δεν είδε σε κανένα πείραμα μικρότερα μπαλάκια να περιφέρονται γύρω από άλλα μεγαλύτερα. Η επιστήμη έχει φυσικά «κλέψει» την ερμηνευτική δύναμη και τις οντολογικές συλλήψεις της από τη φιλοσοφία κι ας καμώνεται την ανήξερη. Η επιστήμη είναι ακριβώς ένα μέλος της φιλοσοφίας τραβηγμένο στα άκρα του, γιγαντωμένο ως εκεί που δεν παίρνει, φαινομενικό θριαμβικό έναντι του υπολοίπου. Αλλά δεν παύει στιγμη να είναι στρατευμένη θέαση του κόσμου κι ερμηνεία.

Αλλά ακόμα κι αν δεν ήταν έτσι, ακόμα κι αν η φιλοσοφία απόμενε παντελώς εξορισμένη απ' τα ερευνητικά πεδία, θα έπρεπε να την ανακαλύψουμε ή να την εφεύρουμε εκ νέου. Ακόμη κι αν ο Αναγωγισμός, ο Επιστημονισμός κι οποιοσδήποτε άλλος -ισμός - ζωή να 'χουν - κατάφερναν ποτέ να φέρουν εις πέρας το πρόβλημα της συνείδησης, της ζωής και των πάντων όλων, θα έστεκαν παρόλα αυτά αμήχανοι και αδαείς στη διαχείρησή τους. Να ερμηνεύσεις τη ζωή είναι η μια όψη του προβλήματος, να καταφέρεις να ζήσεις, να καταφέρεις να διαχειριστείς όλο τούτο το δυναμικό είτε με στόχο τη μακαριότητα, είτε έστω την αποφυγή της αυτοκτονίας, είναι η άλλη όψη - από πολλές απόψεις πολύ σημαντικότερη. Ευτυχώς ο αναγωγισμός δεν έχει τόσο θράσσος, ώστε να ορθώσει το ανάστημά του απάνεντι στον ψυχικά και σωματικά διαμελισμένο πρόσφυγα, διακηρρύσοντας πως αρκεί να καταμερίσει το πρόβλημά του σε πολλά μικρότερα προβληματόνια, των οποίων η ανασύνθεση θα τον βοηθήσει ν' απαντήσει σε όσα τον απασχολούν. Η ηλιθιότητα της επιστήμης - μάλλον των επιστημόνων - επικεντρώνεται γύρω από εκείνο το αλαζονικό «τα πάντα», όταν ερωτάται ως προς το εύρος και το βάθος των ερμηνευτικών της φιλοδοξιών. Φυσικά κι η επιστήμη μπορεί ή θα μπορέσει κάποτε να περπατήσει σε πεδία τέτοια που οι άνθρωποι του σήμερα δεν τα ονειρεύονται καν. Το βασίλειό της, ωστόσο, αν και άπειρο δεν είναι απεριόριστο.

15 Μαρ 2019

Πάνω σ' έναν Επίλογο του Ελλύλ

Κάποτε έπεσα και σ' ετούτο το άρθρο στο Αντίφωνο, απόσπασμα από το βιβλίο «Το Τεχνικό Σύστημα» [1977], κάποιου Ζακ Ελλύλ. Ο άνθρωπος δε λέει αρλούμπες, ίσα-ίσα. Ωστόσο, από το 1977 μέχρι σήμερα, πολλές από τις καίριες επισημάνσεις του έχουν επαναληφθεί τόσες φορές - αμέτρητες - και από μύρια στόματα, ώστε σήμερα, σωτήριο έτος 2019, τούτα διαβάζονται περισσότερο με τη νοσταλγία γρατζουνισμένου δίσκου, παρά με τη φρεσκάδα της έκπληξης. Ως προς την ουσία του κειμένου δεν έχω να αντιπαραθέσω τίποτα κι ήταν ένα ευχάριστο (με την εποικοδομητική έννοια) ανάγνωσμα. Σχολιάζω μόνο δυο-τρία σημεία, περιθωριακής σημασίας, τα οποία στραβοκατάπια, για διάφορους λόγους που εξηγώ.

* * * * *

Λέει κάπου ο Ελλύλ :

« Το τεχνικό περιβάλλον θεωρείται δεδομένο. Η χρήση των ταχείων μέσων μεταφοράς ή των φαρμάκων είναι δεδομένη, κανείς δεν την αμφισβητεί. Γιατί να μην τα χρησιμοποιούμε; Έτσι, πολύ γρήγορα ο σημερινός άνθρωπος μαθαίνει να σκέφτεται σύμφωνα με το τεχνικό περιβάλλον. Τον ενδιαφέρει η άνεση και η αποτελεσματικότητα. Δεν διανοείται να αρνηθεί ή να αμφισβητήσει το τεχνικό περιβάλλον, όπως ο άνθρωπος του 12ου αιώνα δεν διανοούνταν να αμφισβητήσει τα δέντρα, τη βροχή, τον καταρράκτη. »

Εδώ η σύγκριση είναι άτοπη και λανθασμένη. Ο συγγραφέας αντιδιαστέλλει δύο παντελώς παράταιρα αντικείμενα : το τεχνικό περιβάλλον του 20ου αιώνα με το... φυσικό περιβάλλον του 12ου αιώνα, αντί ορθότερα με το τεχνικό περιβάλλον του 12ου αιώνα. Λες και δεν υπήρχε τεχνικός πολιτισμός το 1185. Ο Ελλύλ συγχέει την σύγχρονη τεχνολογική υπερβολή, η οποία είναι ποσοτικής φύσης, και μας την πλασάρει για ποιοτικής. Πιθανότατα, ούτε ο άνθρωπος του μεσαίωνα έχει διάθεση ν' αμφισβητήσει τα κάρα και τα ιστιοφόρα, αλλά ποιος τον ρώτησε;

Είναι αλήθεια, ασφαλώς, ότι η υπέρβαση κάποτε ποσοτικών ορίων είναι δυνατόν να οδηγήσει σε ποιοτική μετάλλαξη. Ένα κύτταρο δεν είναι ιστός, ούτε τρία, μα εκατομμύρια μαζί σου φτιάχνουν το συκώτι. Τρία μυρμήγκια δε συνιστούν μυρμηγκοφωλιά, αλλά βάζεις μυριάδες και ξάφνου συνιστούν διαφορετική υπαρκτική ποιότητα. Κι αν το θέλετε, επιπλέον, ο πολύς πλούτος συχνά αλλοιώνει την εμπειρική ποιότητα ενός ανθρώπου - τον κάνει, δηλαδή, τρυφηλό και κορεσμένο - παρά αυξάνει πραγματικά την εμπειρική του ποσότητα. Τούτων λεχθέντων, ωστόσο, ο Ελλύλ από την πολλή του φόρα ξεχύνεται από θέση οφσάιντ, καθόσον δεν είναι άλλο ο Άνθρωπος κι άλλο ο Άνθρωπος-Τεχνίτης, μα τα δύο ετούτα ένα και το αυτό (κάτι που το παραδέχεται, έμμεσα, παρακάτω). Παρά το γεγονός, πως η τεχνολογική αποχαλίνωση των σχέσεων αποκτά ποιοτική χροιά, όταν καταλήγει σε αποξένωση, ωστόσο είναι δίκαιο να παραδεχτούμε ότι κι ο αστός Ρωμαίος του 50 π.Χ. γεννιόταν σε καθαρότερα σπίτια, σε πλακόστρωτους δρόμους, σε μια κοινωνία πλήρη τεχνικών κατασκευών, «περιορισμένων» απλώς στα μέσα της εποχής (όπως θα λένε και για μας, σε χίλια χρόνια). Ωστόσο, δε διαφωνώ με την ουσία του κειμένου.

Γράφει, παρακάτω :

« Αυτός ο τρόπος ψυχικής εξάρτησης έχει ήδη δημιουργήσει έναν καινούριο ψυχολογικό τύπο. Έναν τύπο που φέρει σχεδόν από τη γέννησή του τη σφραγίδα της μεγατεχνολογίας σε όλες τις μορφές της. »

Γύρω απ' το σημείο τούτο (πρέπει κανείς, βεβαίως, να μελετήσει και τα συμφραζόμενα) υπάρχει ένα σαφές κενό. Παραγκωνίζεται, παντελώς, ο ρόλος της ανθρώπινης σχέσης και της επαφής, των οποίων η επιρροή είναι σαφώς μεγαλύτερης βαρύτητας και σαφήνειας, ειδικά σ' αυτά τα πρώτα ηλικιακά στάδια. Η ζημιά, που προτείνει ο Ελλύλ - η καλύτερα στο βαθμό που την προτείνει - συντελείται σταδιακά κι αργότερα. Η μητρική αγκαλιά, το στήθος, η φωνή, ασκούν ισχυρότερη πλαστική δύναμη, σε σχέση με την πιπίλα ή την κουδουνίστρα. Η τηλεόραση γίνεται επικίνδυνη, απ' την ημέρα που πιάνει να υποκαθιστά την ανθρώπινη συντροφικότητα, προκειμένου ν' αλαφρύνει τη γονεϊκή ευθύνη - κάτι που ερμηνεύεται και ως : να παλουκωθεί κάπου το σκασμένο, μήπως κάνουμε καμιά δουλειά. Το πρόβλημα σ' αυτά τα πρώτα χρόνια, λοιπόν, δεν είναι ο τεχνικός πολιτισμός καθαυτός, καθώς το σύστημα δε συστήνεται μόνο του στο καινοφανές νήπιο, παρά το τελευταίο μυείται σ' αυτόν δια της μίμησης, από τους κηδεμόνες. Η τάση αυτή, να ανθρωποποιούνται αφηρημένες έννοιες, σα να παίζαμε σε τραγωδία του Shakespeare, επιφέρει φιλοσοφικές και άλλες ζημιές, αφαιρώντας την ευθύνη από τα πραγματικά υποκείμενα κι ανάγοντάς τη σε μια άπιαστη και τρομαχτική αφαίρεση : το τεχνικό σύστημα, το δίκαιο, η παράδοση, η λέσχη Μπίλντεμπεργκ και δεν ξερω-γω τι άλλο. Στην τελική, λοιπόν, είναι με το πρόσωπο του ανθρώπου, που τα πάντα συστήνονται στον άνθρωπο κι όχι με το πρόσωπο της μηχανής κι ετούτο θα εξακολουθήσει, ωσότου τοκετός και ανατροφή παραδωθούνε στα ρομπότ. Νομίζω, ωστόσο, πως δεν υπάρχει ακόμη άνθρωπος ικανός να προβλέψει ή να φανταστεί το χαρακτήρα και την ψυχοσύνθεση, μιας παρόμοιας κοινωνίας - αν δηλαδή μια τέτοια διαχείρηση θα συνιστά, κάποτε, κοινωνία.

* * * * *

Ακολουθεί μια σειρά σειρά εξαιρετικών στοχασμών, με τους οποίους δεν έχω να διαφωνήσω στο παραμικρό. Σημειώνω, επιπροσθέτως, ότι και μόνο ο χαρακτηρισμός ενός διαστήματος ή κλάσματος χρόνου ως «ελεύθερου», είναι από μόνο του σημάδι σημειολογικού - αλλά και πρακτικού - εκφυλισμού. Στα αμέσως επόμενα, ωστόσο, και τα οποία αφορούν στην «υποχώρηση» του τεχνικού κυκεώνα στο αισθητικό παρασκήνιο, ώστε λανθάνοντας να περνάει που λέμε «στο ντούκου», οφείλουμε μια ελάχιστη επισήμανση, καθώς ο Ελλύλ ολοένα προς τη δόξα τραβά, κάνοντας αχταρμά πολλές αμφισημίες. Πολλά πράγματα οφείλουν να συμβούν αναπόφευκτα, δίχως να υπάρχει πρόθεση, άλλη δηλαδή απ' την απλή λειτουργικότητα. Για παράδειγμα, ένα σπίτι γεμάτο μπερδεμένα, σκονισμένα ή φθαρμένα καλώδια, δημιουργεί ένα σωρό καθημερινά μικρο-προβλήματα, ώστε αναπόφευκτα θα φτάσει κάποτε η στιγμή, που κάποιος θ' αναζητήσει λύση μέσα σε τοίχους και πατώματα. Δηλαδή, πράγματα καθαρά και πρακτικά κι όχι απαραίτητα γιατί πρόκειται για κινήσεις, οι οποίες υπηρετούν κάποιο απώτερο, τεχνολογικό όραμα. Όμως, τούτο είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα π.χ. από την υστερόβουλη παρέμβαση του μάρκετιγκ, το οποίο θα προσπαθήσει να εκβιάσει τον καταναλωτή σε νέες αισθητικές, προκειμένουν να πουλήσει περισσότερο προϊόν ή το ίδιο ρετουσαρισμένο. Ο τρόπος προβολής ενός κατά τ' άλλα λειτουργικότατου μηχανισμού, μέσα στα πλαίσια της τεχνικής ως πρακτικής και όχι ως υστερόβουλου συστήματος, είναι άλλο πράγμα τελείως απ' το καταναλωτικό δόλωμα της τεχνολογικής «αισθητικής», της «ανάγκης» και, τέλος πάντων, οποιασδήποτε ψυχασθενικής εσωτερίκευσης.

Ούτε στα παρακάτω, όμως, έχει δίκιο ο Ελλύλ, καθώς ασκεί κριτική σε κάποια θέση της εποχής για την επιθυμία. Ούτε, βεβαίως, και άδικο. Αλλά επιμένει να προχωρά με υπερβολές, δυϊσμούς και υπερθετικούς, προκειμένου να καταστήσει τα πράγματα διαυγέστερα ή πειστικότερα. Αλλά το θέμα παραμένει, πως η ικανοποίηση οποιασδήποτε επιθυμίας, απαιτεί απ' τον ανθρώπινο νου και την εξεύρεση κατάλληλων μέσων. Τι να κάνουμε; Ο Ελλύλ είναι οριακά έτοιμος να αποδώσει ακόμα και στο κερκιδικό οστό του αυνάνα χρέη κι ευθύνες τεχνικού συστήματος, όταν δεν είναι παρά απλό μέσο εκτόνωσης. Αντί να διακρίνει κριτικά τις ποιότητες των μέσων, στα πλαίσια του τεχνικού συστήματος, τσουβαλιάζει τα πάντα σε απολυτότητες και ισοπεδωτικές γενικεύσεις. Δεν είναι σωστά πράματα αυτά, έλεγε η γιαγιά μου. Κι ίσως εκείνη η «έκφραση της Ύβρεως» πιο κάτω να κρύβει, κάποια τετριμμένη φιλοσοφική νησίδα την οποία αγνοώ - όμοια καθώς αγνοώ και το Ζαν Μπρεν - μα έτσι ακριβώς, στα πλαίσια της άγνοιάς μου, οφείλω να διαμαρτυρηθώ για 'κείνο, που μου φαίνεται ασύμμετρο.  Να πούμε «ύβρη» τον εκτροχιασμό του ανθρώπου στην υπερβολή, δια μέσου της τεχνολογικής του έπαρσης, να πούμε «ύβρη» την απατηλή αυτο-θέωση και την επιβολή του ανθρώπινου εγώ σ' ολάκερη την πλάση, αυτό το καταλαβαίνω. Να πούμε, όμως, «ύβρη» τον καθαρό τούτο πυρήνα, ενός πλάσματος ξέχειλου περιέργειας και ικανότητας ή τον άσπιλο - σχεδόν παιδικό - ενθουσιασμό και την ικανοποίηση, που παίρνει η ψυχή από αυτές τις ιδιότητες, ε τούτο, μου φαίνεται λίγο τραβηγμένο, κοντόφθαλμο και φοβικό. 

« Ο άνθρωπος «ονειρευόταν» να πάει στη Σελήνη. Η Τεχνική τού το επέτρεψε. Ένας διαρκώς μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων θα νιώσουν την ανάγκη να ταξιδέψουν εκεί. Αυτού του είδους οι ανάγκες γεννιούνται από την Τεχνική και μόνο η Τεχνική μπορεί να τις ικανοποιήσει. »

Εδώ πάλι, συναντούμε μια σύγχυση, στην οποία φαντάζομαι ο Ελλύλ υποπέφτει εκ παραδρομής. Καθώς είναι, ολοφάνερα, ξέχωρα πράγματα η επιθυμία απ' την ανάγκη. «Ένας διαρκώς μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων θα νιώσουν την επιθυμία να ταξιδέψουν στη Σελήνη» είναι άλλο πράμα απ' το «θα νιώσουν την ανάγκη». Μπορούμε, παρόλα αυτά, να συμφωνήσουμε πως η Τεχνική (τουλάχιστον, υπό την αιγίδα του καπιταλιστικού συστήματος) έχει τούτο το αξεπέραστο ταλέντο να γεννοβολά πλαστές ανάγκες, καταργώντας τα όρια ανάμεσα στον ακατάπαυστο θυμικό κοχλασμό και τις πραγματικές ανάγκες του βίου.

Και κάποιες αράδες αργότερα διαβάζουμε, πολύ σωστά και όμορφα διατυπωμένο :

« Ιδού λοιπόν και η τελευταία πρόταση: ο άνθρωπος της κοινωνίας μας δεν έχει κανένα διανοητικό, ηθικό και πνευματικό σημείο αναφοράς για να κρίνει την Τεχνική και να της ασκήσει κριτική. »

Σε όλη τη συμπαγή ανάλυση, που ακολουθεί, στέκομαι παρόλα αυτά επιφυλακτικός, εξαιτίας μιας χρόνιας καχυποψίας μου : νομίζω - δίχως να έχω συντάξει διατριβή, όπου και το αποδεικνύω - ότι συχνά ταυτίζουμε τις τεχνολογικές εκδηλώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας, με τη μορφή την οποία προσλαμβάνουν στα πλαίσια του καπιταλισμού, κάτι που φυσικά δεν είναι καθόλου το ίδιο. Κι έτσι είναι άδικο να κρίνουμε την πρώτη, στη βάση του τελευταίου. Η (απαραίτητη) κριτική πρέπει να γίνεται, θαρρώ, με μεγαλύτερη ευθύνη και λιγότερη αποφαντική βιασύνη.

* * * * *

Νομίζω, τώρα, πως ο Ελλύλ τσάμπα χάλασε τον καρπό του, γράφοντας τη μια φλυαρία μετά την άλλη. Όλο το νόημα του κειμένου συμπυκνώνεται στο παρακάτω απόσπασμα του Μάμφορντ, το οποίο ο ίδιος ο Ελλύλ παραθέτει και το οποίο πέφτει διάνα στα πάντα του. Δε χρειάζεται να ειπωθεί τίποτε περισσότερο ή λιγότερο :

« Κάθε καινούρια τεχνική εφεύρεση μπορεί να αυξήσει το πεδίο της ανθρώπινης ελευθερίας μόνο εφόσον οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να τη δεχτούν, να την τροποποιήσουν ή να την απορρίψουν, να τη χρησιμοποιήσουν όποτε και όπως ταιριάζει στις δικές τους προθέσεις, και σε ποσότητες σύμφωνες με αυτές. »

Όλα ετούτα, μαζί με τα προηγούμενα, μου δημιουργούν ένα συναίσθυμα deja-vu, απ' το «Μονοδιάστατο Άνθρωπο» του Μαρκούζε. Δεν είναι κακό, ακόμα κι αν έχει βάση. Ακόμα κι αν ο Ελλύλ επαναδιατυπώνει πράματα ειπωμένα ήδη, το κάνει όλο και πιο εύστοχα, καθώς το κείμενό του ωριμάζει. Ασκεί μια εξαιρετική κριτική στο τεχνικό σύστημα και την αυταπάτη των δήθεν «επιλογών», αλλά θεωρώ, πως αδικεί μια στάλα τον «αντιφατικό» Κλοζέ. Για τον Κλοζέ δεν έχω ιδέα, έχω ωστόσο μια ιδέα για 'κείνο που θεωρώ ότι παρακάμπτεται στο πρόσωπό του. Το τεχνικό σύστημα δεν ανέβλυσε στην ανθρωπότητα δια της παρθενογένεσης. Αναπόφευκτα, η τεχνικά μετεστραμμένη κοινωνία κουβαλούσε μέσα της όλες τις παθογένειες και τις νοσηρότητες του παρελθόντος και των κοινωνιών, που την προετοίμασαν. Η αισιοδοξία του Κλοζέ μπορεί κάλλιστα να είναι μια βάσιμη αισιοδοξία, παρά μια φρούδα προσδοκία : οι άνθρωποι μπορεί όντως ν' απελευθερώνονται, σε κάποιο βαθμό, αλλά αναπόφευκτα με τη μόνη γλώσσα και τα εργαλεία, που διαθέτουν ή γνωρίζουν : την τεχνολογία.

Έτσι, για παράδειγμα, η σεξουαλική απελευθέρωση δεν οφείλεται στην τεχνική ευλογία του προφυλακτικού ή του αντισυλληπτικού - όπως, με περισσή προχειρότητα, αποφαίνεται ο συγγραφέας - αλλά σε πολύ σημαντικότερες παραμέτρους, όπως είναι πρωτίστως η απενοχοποίηση της σεξουαλικής πράξης. Τα τεχνικά μέσα προβάλλονται ενίοτε άστοχα ως πρωτογενείς αιτίες, ώστε να βληθούν ευκολότερα όντας οι πλέον αδύναμοι κρίκοι, όταν η πραγματική μεταστροφή έχει γίνει σε άλλο επίπεδο της κοινωνίας, παρά στο τεχνικό - το τελευταίο, στις περιπτώσεις αυτές, απλά συνεπικουρεί. Έχει, ωστόσο, δίκιο ο Ελλύλ κι η συντροφιά του να τονίζει (το 'χει κάνει προηγούμενως) ότι το δεδικασμένο της εφεύρεσης δημιουργεί ξαφνικά ένα παρθένο τοπίο, το οποίο όλοι επιθυμούν να σοδομίσουν, απλά και μόνο γιατί υπάρχει κι όχι γιατί το 'χουν πραγματικά ανάγκη. Η επισημοποίηση, ας πούμε, του καθεστώτος των εκτρώσεων, προσφέρει όντως μια νέα επιλογή, αλλά συνάμα κι ένα πεδίο μαζικής ή ατομικής αποποίησης ευθυνών. Ποιος ισχυρίστηκε ποτέ ότι απελευθέρωση - τεχνική ή άλλης μορφής - δεν είναι φορτωμένη με βαθιά ευθύνη; Επικρίνω, ωστόσο, κι ο ίδιος το τεχνικό σύστημα : απορροφώντας τις συνέπειες των πράξεων, μέσα στο συνονθύλευμα της μαζικής διαχείρησης των ανθρώπων, τελικά αφαιρεί από τον άνθρωπο τη συνειδητοποίηση των πράξεών του και άρα την ευθύνη, που αυτές συνεπάγονται.

Έτσι θα συμφωνήσω διαφωνώντας με το συγγραφέα, όταν γράφει :

« Η έκτρωση δεν είναι πράξη ελευθερίας, αλλά η δυνατότητα να σβήνουμε τις συνέπειες των πράξεων μας και, επομένως, να αυξάνουμε την ανευθυνότητα. »

καθώς εκφράζεται με απόλυτους όρους, διακυβεύοντας τελικά τα δίκια του. Η έκτρωση μπορεί να είναι και αυτό, που γράφει, αλλά όχι μόνον. Ακόμα κι αυτό : γράφοντας κανείς πως η έκτρωση είναι πράξη ελευθερίας (είτε το μεταφέρει ο Ελλύλ, είτε το διατρανώνει φεμινίστρια), δίνει στην έκτρωση μια θετική διάσταση που δεν της αρμόζει, την κάνει ν' ακούγεται καλύτερη απ' ό,τι πράγματι είναι, ό,τι κι αν είναι αυτό. Επαναδιατυπώνω, λοιπόν : η έκτρωση είναι συνέπεια ανθρώπινης ελευθερίας, μα όχι απαραίτητα πράξη ελευθερίας. Ως πράξη, οφείλει να είναι σύμφωνη με το υποκείμενο, που την ασκεί και το καθεστώς, υπό το οποίο διάγει. Η φράση, τελικά, από μόνη της στερείται νοήματος. Η έκτρωση μπορεί να είναι μονάχα ή πράξη ευθύνης ή όχι. Δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να της προσιδιάσουμε άλλους χαρακτηρισμούς παράταιρους : δεν είναι ούτε μπλε, ούτε πρόωρη, ούτε όμορφη και τελικά ούτε κι ελεύθερη.

* * * * *

Κλείνοντας, να επισημάνω ότι το αξιόλογο κι εύστοχο κείμενο του Ελλύλ, υποπέφτει στο ίδιο ακριβώς σφάλμα μ' ένα σωρό αντίστοιχα κείμενα : αποφεύγει να θέσει το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων, μ' άλλα λόγια κινείται γύρω-γύρω από τη μαύρη τρύπα, αλλά στην τρύπα δε λέει να χωθεί. Αλλά καμιά φορά στην τρύπα είναι κι ο θησαυρός. Τα κείμενα αυτής της κατηγορίας επιμένουν να αγνοούν την πολιτική διάσταση των πραγμάτων κι άρα τον πραγματικό καταμερισμό των ευθυνών. Στην καλύτερη, ο Ελλύλ κυμαίνεται ανάμεσα στο δίπολο του αφελούς ατόμου και του επηρμένου τεχνοκράτη. Πουθενά τα συμφέροντα και η διαφθορά, πουθενά η πολυεθνική Μαφία ή άλλη με λιγότερες γραβάτες, πουθενά τα κέντρα εξουσίας και οι ανθρωποφύλακες που τα στηρίζουν, πουθενά οι πολιτικές και πολιτειακές δομές, οι πολιτικοί αγώνες και οι εξεγέρσεις, πουθενά η δράση και η κίνηση ενός άλλου επιπέδου, παράλληλου, μα όχι υπερσκελισμένου απ' όσα κουβεντιάσαμε. Το διαρκώς πολιτικό ζητούμενο, το οποίο άλλοτε λανθάνει κι άλλοτε αναβλύζει πηγαίο, έχει αποστειρωθεί ή εξοβελιστεί παντελώς. Τα πάντα είναι παστρικά, νοητικά και φιλοσοφημένα. Τούτο δίνει μια επιθυμητή καθαρότητα στη σκέψη, αλλά όπως και κάθε καθαρότητα, απαιτεί την αποστασιοποίηση και την απομόνωση. Ας έχουμε, λοιπόν, στο νου μας και τούτο. Στο τέλος, ν' ανοίγουμε και πάλι τα πορτοπαράθυρα. Να επιστρέφουμε πίσω στον κόσμο, ώστε ν' αγωνιστούμε.