Πρόκειται για το βιβλίο «Τα Προβλήματα της Φιλοσοφίας» του Μπέρτραντ Ράσελ, σε μετάφραση του Αντώνη Πέρη, από τις εκδόσεις Αρσενίδη. Το κυριότερο μέλημα, ωστόσο, του βιβλίου δεν είναι σε καμία περίπτωση τα προβλήματα της Φιλοσοφίας γενικά - ως προς αυτό ο τίτλος αστοχεί - μα περισσότερο τα πρόβληματα της γνωσιολογίας. Υπό την οπτική αυτή, λοιπόν, και ήδη από τα πρώτα κεφάλαια ερχόμαστε προ τετελεσμένου γεγονότος. Είμαστε αναγκασμένοι να ξεκινήσουμε το ταξίδι στη Φιλοσοφία με τίποτα λιγότερο από μιαν ήττα : οφείλουμε να παραδεχτούμε πως μόνη μας βεβαιότητα είναι η ίδια μας η συνείδηση και τα αδρά δεδομένα των αισθήσεων. Είναι αδύνατον στο σημείο αυτό να παραμείνει ο Καρτέσιος στην αφάνεια. Ο γνωστός του λόγος έρχεται κι επανέρχεται. Μαθαίνω κάτι καινούργιο : ο φιλόσοφος δεν εργάστηκε με πρόσημο θετικό, ξεκινώντας από μιαν συνείδηση εξασφαλισμένη, αναζητώντας έπειτα διεξόδους προς τον Κόσμο, παρά αντιστρόφως, ξεκινώντας απ' το οτιδήποτε κι οπλισμένος μ' αστείρευτο σκεπτικισμό (υγιή, κατά τη γνώμη του) οπισθοχωρούσε διαρκώς, ώσπου βήμα το βήμα εγκλωβίστηκε στον εαυτό του. Ετούτη η νέα πληροφορία με γέμισε αντιδράσεις, όπως ακριβώς αντιδράει φουρκισμένος ο χωριάτης, άμα του υποδείξει κανείς κάτι αντίθετο από την βολή της καθημερινής του συνήθειας. Ετούτη η αιτία της καταδίκης (ο ασυμβίβαστος δηλαδή σκεπτικισμός) σ' ένα ξερό cogito, μ' ενόχλησε περισσότερο κι από την καταδίκη καθαυτήν. Διαισθάνθηκα κάτι απροσμέτρητα φάλτσο σε τούτη την κατάληξη, μιαν ασυδοσία και συνάμα μία βαθιά μιζέρια.
Δεν έχω σκοπό ακόμη να διαβάσω τον ίδιο τον Καρτέσιο κι ούτε τις επιρροές ή τους σχολιαστές του. Μα ακριβώς ετούτο θα προσπαθήσω, πάντα στο μέτρο των προσωπικών δυνατοτήτων ή περιορισμών : να εξετάσω τι στο καλό μπορεί να συνάγει κανείς ξεκινώντας από το ελάχιστο; ποια γνώση και ποιαν αποκάλυψη μπορεί να προσφέρει αυτή μόνη η φράση του Ντεκάρτ, αναλυόμενη ξανά και ξανά, ειδωμένη στα μέρη ή στο σύνολό της, ξεχειλωμένη κι απλωμένη όσο της επιτρέπει η εσωτερική της συνοχή ν' απλωθεί; Η οπτική ετούτη, στο κάτω-κάτω, υπονοεί κι ένα είδος ισοδυναμίας ή συμμετρίας : εφόσον το θρασύ απόφθεγμα υφαρπάζει από τον άνθρωπο κάθε ασφάλεια, τον αποσπά βίαια από τον κόσμο, φυλακίζοντάς τον στην απομόνωση ενός απόλυτου αυτισμού, ας το πληρώσουμε κι εμείς με το ίδιο νόμισμα ∙ εξετάζοντάς το δηλαδή στην απομόνωση, αποκομμένο και απογυμνωμένο από κάθε εξωτερικό στήριγμα. Δίχως να αθετήσω τους περιορισμούς αυτούς, δεν είναι απίθανο να γυρέψω διασαφηνίσεις, στα σημεία, καθώς οι συλλογισμοί μου δεν ξεκινούν αυτόνομα κι ανεπηρέαστα, μα ως βασική αφετηρία έχουν τη γραμμή που καθόρισε ο Ράσελ, στο βιβλίο που προανάφερα. Στο τέλος αυτής της διαδικασίας και τότε μόνο, θ' αναζητήσω πιθανότατα όλη την αντίστοιχη παραφιλοσοφία πάνω στον Καρτέσιο, συγκρίνοντας τελικά τις προσωπικές παρατηρήσεις με τα επίσημα καθιερωμένα. Σίγουρα, πάντως, όχι στην ανάρτηση αυτή.
Cogito άρα σκέφτομαι ...
Το πρώτο ερώτημα που οφείλει να θέσει κανείς, ο οποίος δεν είναι φιλόσοφος κατ' επάγγελμα και συνεπώς δεν έχει τριβή με τα καθιερωμένα, είναι κατά πόσο η ελληνική μετάφραση από το λατινικό «cogito ergo sum» αποδίδει με ακρίβεια το αρχικό νόημα. Καθότι το «σκέφτομαι» είναι ποιοτικά διαφορετικό από το «σκέπτεσθαι». Ένα απαρέμφατο γλιτώνει τη σκέψη απ' τις παγίδες ενός προσώπου (πρώτου ή άλλου), με περισσή κομψότητα κι οικονομία. Καθώς, η ερώτηση που έχουμε χρέος να θέσουμε αμέσως μετά από κάθε «σκέφτομαι» είναι «και ποιος είναι, τελικά, αυτός που σκέφτεται;», τα πράγματα περιπλέκονται. Μα ποιος άλλος; «Εγώ» θ' απαντήσει αστόχαστα ο βιαστικός, ως να 'ταν η συνείδηση παγιωμένη και οριστική και όχι όνειρο νύχτας σεξπηρικής ή αδάμαστο ποτάμι, που περιγελά φράγματα και γεφύρια.
Ετούτο το «Εγώ» είναι μέγιστο φιλοσοφικό πρόβλημα από μόνο του. Ποιος είναι, λοιπόν, αυτός που σκέφτεται; Ποιος είναι ο στοχαστής ή τι; Είναι μήπως ο φορέας της συνείδησης; Μα κι εδώ, πάλι, μοιάζει να μιλούμε για δύο πράγματα ξεχωριστά : άλλο δηλαδή ο φορέας και άλλο η συνείδησή του; άλλες οι σκέψεις και άλλος ο που σκέφτεται; Γιατί να υπάρχει χρεία ενός φορέα; Γιατί να μην υπάρχει τίποτε περισσότερο, παρά αγνή και καθάρια αντίληψη; Νόηση που στέκει μονάχη και μετέωρη, από τα πάντα και για πάντα, όπως ισορροπεί η Γη του Αναξίμανδρου, γυμνή και άδολη, στο κέντρο εκείνου του κενού που οριοθετούν τα δεδομένα των αισθήσεων και που μοιάζει να είναι όλος κι όλος ο κόσμος, που μας επιτρέπει ο Ντεκάρτ;
Απ' την αρχή λοιπόν κάθε προσέγγισης, γίνεται φανερό πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος της γλώσσας και της έκφρασης στην αντιμετώπιση των φιλοσοφικών προβλημάτων. Δίχως την αυστηρή αποσαφήνιση των όρων και των περιεχομένων τους, φαίνεται δύσκολο να προχωρήσει κανείς έστω κι ένα βήμα ελάχιστο. Κι ωστόσο, αναγνωρίζοντας τους περιοριστικούς αναγκασμούς αυτού του σύντομου και άχαρου μονόλογου, στον οποίο προβαίνω εδώ και που δεν είναι και καμία διατριβή, θα συνεχίσω όσο είναι δυνατόν με την απλή καθημερινή μου γλώσσα και μόνο αν υπάρξει στενότερη επιταγή, θα σταθώ με μεγαλύτερη επιμέλεια.
Σκέφτομαι, λοιπόν, πως η πιστότερη απόδοση δε μπορεί να 'ναι άλλη από εκείνη που γίνηκε στη μητρική γλώσσα του φιλοσόφου : je pense donc je suis. Αδυνατώ να διακρίνω κάποια ουσιαστική διαφορά απ' το ελληνικό ή το αγγλικό αντίστοιχο. Διαβάζω ότι η φράση ετούτη, στο λατινικό κείμενο, ξεκινάει εμπλουτισμένη με μιαν αμφιβολία : dubito, ergo cogito, ergo sum. Αμφιβάλλω, άρα σκέφτομαι κι άρα υπάρχω. Ετούτο το σημείο του σκεπτικισμού ως αφετηρίας, θα παίξει καθοριστικό ρόλο, στις κατοπινές μας σκέψεις. Τολμώ, για τη συνέχεια, να περιοριστώ και να δουλέψω με την ελληνική απόδοση, ελπίζω δίχως βλάβη οποιασδήποτε ουσίας.
A penny for your thoughts ...
Τι περισσότερο θα μπορούσε, λοιπόν, ν' αναρωτηθεί κανείς παίρνοντας τη σκέψη ως δεδομένη; «Σκέφτομαι» ναι, αλλά πώς σκέφτομαι ή τι; Έχει καμία σημασία ή μας αρκεί ότι σκεφτόμαστε;
Το περιεχόμενο των σκέψεων γενικά δε βλέπω με ποιον τρόπο θα μπορούσε να είναι σημαντικό, ως προς ετούτο που παλεύουμε να εξετάσουμε εδώ, δηλαδή την εγκυρότητα του κάθε «sum». Μια εξαίρεση ζωτικής σημασίας αποκαλύπτεται αν επαναδιατυπώσουμε το ερώτημα : όχι τι σκέφτομαι, μάλλον, μα τι μπορώ να σκεφτώ. Είναι τούτο που κάνει τη διαφορά, καθώς ο φιλόσοφος μπορεί να σκεφτεί ό,τι επιθυμεί, μα κυρίως μπορεί να σκεφτεί τη σκέψη του. Τούτο τρομάζει, μα συνάμα ανδρώνει το φιλόσοφο : να μπορεί να καθιστά τη σκέψη του αντικείμενο του εαυτού της, σε μια ανατροφοδότηση απαράμμιλης σημασίας, για την υπαρκτική ποιότητα. Κατά τ' άλλα - αν δηλαδή εξαιρεθεί η εξαίρεση - ο θόρυβος των καθημερινών ενασχολήσεων του νου, ένα αμάλγαμα ενδοσκοπήσεων και αισθητικών επιρροών, λίγα έχει να προσφέρει στα φιλοσοφικά μας αδιέξοδα. Θα ήταν χρησιμότερο να αναρωτηθούμε, μάλλον, για εκείνη την αρχική πηγή της σκέψης, την πρωτογενή αφορμή και θρυαλλίδα που σχημάτισε τις προκείμενες των πρώιμων, ακατέργαστων συνειρμών, εκεί κάπου στα πρώτα σκιρτήματα της καινοφανούς μας ύπαρξης. Θαρρώ πως η Φιλοσοφία αποδίδει αυτή την πρώτη μητρότητα, μάλλον και πάλι, στα δεδομένα των αισθήσεων, στη μόνη ούτως ή άλλως βεβαιότητα (εκτός συνείδησης), που δεχόμαστε αρχικά κι εμείς. Αν θεωρήσουμε έγκυρη την προηγούμενη πρόταση, καταλήγουμε τότε ότι στη βάση της και στην καταγωγή της, ακόμη και η οποιαδήποτε αφηρημένη ενδοσκόπηση - παρότι φαινομενικά απομακρυσμένη από τα αισθητικά γινάτια - αντλεί τελικά τις απαρχές και τις περιπλοκές της από αυτή, τη μόνη αισθητική μας βεβαιότητα. Με μια λειτουργική προχειρότητα, λοιπόν, ως προς το τι σκεφτόμαστε, θα περιοριστούμε στην παραδοχή ότι σκεφτόμαστε τα δεδομένα των αισθήσεων ή πάνω σε αυτά ή μέσω αυτών. Δεν υπάρχει άλλο έναυσμα ή άλλη αφορμή, ειδάλλως ο νους θα έπρεπε να χτίσει απ' το απόλυτο μηδέν - έτσι που τον εγκαταλείπει ο Καρτέσιος, εγκλωβισμένο και αποστειρωμένο στον εαυτό του. Έχει ειπωθεί - όχι μ' αυτά τα λόγια απαραίτητα - πως θα ήταν δυνατόν όλη μας η ζωή να μην είναι τίποτε περισσότερο παρά ένας και μοναδικός συνειρμός, που ξεκίνησε κάποτε με την πρώτη λάμψη συνείδησης (όπου κι αν την οριοθετήσει κανείς, αδιάφορο) - άρα με την πρώτη αίσθηση - κι από τότε η σκέψη παραπαίει αναπόδραστα, ίδια μεθυσμένη μέσα στην παραζάλη της, από τη μία αλληλουχία συλλογισμών στην άλλη, δίχως την παραμικρή πρωτοτυπία ή ελευθερία βούλησης, παντελώς αιτιοκρατικά.
Από την άλλη, αν περάσουμε τώρα στα «πώς» της σκέψης, μοιάζουν ετούτα απείρως βαρύτερα από τα «τι». «Σκέφτομαι άρα υπάρχω» αναμασά ο αφελής. Μα αρκεί, μονάχα τούτο; Αρκεί να παραδεχτούμε μια κάποια δυνατότητα του σκέπτεσθαι, περιμένοντας έπειτα ν' ακολουθήσει αυθόρμητα και συνεκδοχικά ολάκερο το οικοδόμημα της σύγχρονης Φιλοσοφίας; Φυσικά και όχι. Με μια μικρή έκπτωση, αν δηλαδή αποδεχτούμε ως αλήθεια ότι τα ζώα επίσης σκέφτονται, έχει λοιπόν τούτο καμία σημασία; ενέχει κάποιαν αξία απόδειξης ή φέρει κάποιο νόημα, τούτη η ιδιότητα της σκέψης μοναχή της; Για τα ζώα, προφανώς κανένα. Θα είχε μονάχα στην περίπτωση, που μπορούσαν και τα ίδια να προβούν σε συνειρμούς. Μάλιστα θα είχε νόημα, μονάχα για τα ίδια, εφόσον το χάσμα που οριοθετεί τη μια συνείδηση απ' την άλλη φαντάζει αγεφύρωτο.
Ο Καρτέσιος προφανώς τα καταλαβαίνει όλα ετούτα και γι' αυτό, καθώς ένα γενικό σκέπτεσθαι δεν του αρκεί, ξεκινά αμφιβάλλοντας (dubito). Δίνει δηλαδή στη σκέψη ποιότητα. Η σκέψη του Ντεκάρτ θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα της εξέτασης και της κρίσης, άρα θα πρέπει να είναι λογική. Ως προς αυτό, ωστόσο, θαρρώ πως ο φιλόσοφος είναι ήδη καλυμμένος, από τη συντακτική δομή της πρότασής του και, συνεπώς, η σκεπτικιστική του διευκρίνηση πλεονάζει. Αν απαιτούσαμε δηλαδή τη μέγιστη εφραστική οικονομία, εκείνο το «άρα» ως εκπρόσωπος μιας απόλυτης συνεπαγωγής υπονοεί κι εξασφαλίζει τη λογικότητα του υποκειμένου, που το εκφέρει, και όχι την αυθαιρεσία. Σκεφτόμαστε, μα όχι όπως να 'ναι. Σκεφτόμαστε με θεσπισμένους κανόνες και αυστηρές γλωσσικές δομές, που κι αυτές φυσικά δεν καθρεφτίζουν άλλο παρά μια αντίστοιχη οργάνωση της νόησης. Μιας νόησης που απεχθάνεται το χάος και την αναρχία, καθώς κι αυτός ο ίδιος ο «θεόμουρλος» σουρεαλισμός πατά γερά στις λανθάνουσες ασυνείδητες ακολουθίες - διόλου παράλογες ή τυχαίες - παρά σε παρθενογενέσεις. Μόνον ο άνθρωπος που 'χει «χαμένα λογικά» στέκει ξένος κι απόμακρος προς τις βεβαιότητες, που εδραιώνει ο Ντεκάρτ.
Αλλά να σκέφτεσαι λογικά, ούτε και τούτο θ' αρκούσε, αν ο νους δεν είχε τη δυνατότητα - όπως ήδη αναφέραμε - να νοεί τον εαυτό του, αν δηλαδή δεν είχε τη χάρη της μετα-σκέψης. Σκέφτομαι άρα υπάρχω. Μα τούτο έχει αξία μόνο για κείνον που μπορεί να συλλογιστεί πάνω στη φράση καθαυτή, για κείνον που μπορεί να κάνει τη φράση αντικείμενό του. Σκέφτομαι ότι σκέφτομαι, άρα υπάρχω. Η σκέψη είναι ίσως το μόνο πράγμα (σε πείσμα των μαθηματικών παραδόξων) που μπορεί να περιέχει τον εαυτό του. Είναι η ειδοποιός διαφορά εκείνη, που καθιστά τον άνθρωπο άνθρωπο και το ζώο ζώο - στο βαθμό που συμφωνούμε ν' αποδώσουμε και σε τούτα πλάσματα μια κάποια νοητική δυνατότητα. Διαφορετικά, δε θα 'ταν διόλου εύκολο ν' αρνηθούμε για τα τελευταία - ίσως με κάποια προχειρότητα - τη δυνατότητα μιας ασυνείδητης - έστω - λογικότητας. Καμπανάκι άρα φαί : να μια συνεπαγωγή, που δεν έχει να ζηλέψει το παραμικρό από τις περισσότερες καθημερινές και αφελείς αντιδράσεις των ανθρώπων (π.χ. δε μου μίλησε άρα του είμαι αδιάφορος/η).
Μα είναι τούτο, λογική σκέψη; θα αναρωτιόταν καχύποπτα κανείς. Τούτο είναι καθαρό ένστικτο. Εμένα μου αρκεί πως πρόκειται για διεργασία εγκεφαλική κι είναι επιπλέον ξεκάθαρη συνεπαγωγή. Δεν είναι δηλαδή τίποτα φυτικός τροπισμός. Το ζώο ενίοτε αποφασίζει, δε μοιάζει πάντα έρμαιο. Ως προς τούτο, θα ήταν αλαζονικό να στερήσουμε από τα ζώα μια κάποια ελευθερία βούλησης, προτού καταφέρουμε (μάταια ως τα σήμερα) να την εδραιώσουμε αδιαμφισβήτητα πρώτα στον Άνθρωπο. Μα το ζώο δε μπορεί να παραδεχτεί ότι υπάρχει. Πιθανότατα, αναγνωρίζει στοιχειωδώς διαφορές μεταξύ του «είναι» και «μη είναι», καθώς νιώθει την απώλεια και θρηνεί τους νεκρούς του. Μα το ίδιο το περιεχόμενο και η αναγκαιότητα της ύπαρξης - όσο κι η ίδια η λέξη - του είναι παντελώς απροσπέλαστα. Τούτη δυνατότητα μοιάζει δική μας αποκλειστικότητα και προικίζει (ή βαραίνει) την ανθρώπινη διαστατικότητα μ' έναν επιπλέον άξονα.
Σκέφτομαι λοιπόν λογικά κι όχι ενστικτωδώς ή όπως να 'ναι. Σκέφτομαι με κανόνες (μπορούμε να θεωρήσουμε και τις ίδιες τις λέξεις ως τέτοιους μικρούς κανόνες). Τελικά, σκέφτομαι την ίδια μου τη συνείδηση σκεπτόμενη.
* * *
Στο σημείο αυτό - κι επειδή όσο πλησιέστερα παρατηρεί κανείς, τόσο καθαρότερα αρχίζει να διακρίνει τις μικρές ατέλειες και τις χαραγματιές, σε μια επιφάνεια νωρίτερα λεία και ομαλή - καταφτάνουν οι πρώτες μας ενστάσεις. Αν η συνείδηση είναι η μόνη βεβαιότητα, αν δεν υπήρχε τίποτα παρεκτός της ίδιας, πώς θα μπορούσε να ριζώσει και να εκραγεί ετούτος ο οργασμός των λογικών διεργασιών, αποκλειστικά, μέσα στην αυτοαναφορικότητα; Τούτο ακούγεται ανεπαρκές, αν όχι γελοίο. Ακόμα κι αν, δηλαδή, δεχτούμε σωρό τις a priori δομικές δυνατότητες της ανθρώπινης νόησης, με ποιον τρόπο ετούτες εκπαιδεύονται και ωριμάζουν, με το χρόνο, σε αυστηρά διατυπωμένες ακολουθίες, δημιουργώντας τέτοια απαράμμιλη οργάνωση και ποικιλομορφία; Γιατί κάπου εδώ θα πρέπει να εγκαταλείψουμε την απομόνωση και να αναρωτηθούμε μήπως τα δεδομένα των αισθήσεων έχουν κάτι να κάνουν με αυτή τη μετεξέλιξη.
Και όχι ακριβώς τα δεδομένα, γενικά και αδιάφορα, αλλά μια ιδιαίτερη ποιότητα στον τρόπο που αυτά εκδηλώνονται στη νόηση. Γιατί δεν αρκεί και δεν ξεμπερδεύουμε έτσι - ανώδυνα φιλοσοφικά - αναγνωρίζοντας απλά κι ουδέτερα μια κάποια βεβαιότητα σε τούτες τις αισθητικές πληροφορίες, τραβώντας έπειτα το δρόμο μας. Λες και μας είναι αδιάφορη η φύση, το είδος και οι μεταξύ τους σχέσεις. Ετούτα τα στοιχεία που είναι οι μόνες μας επιτρεπτές αλήθειες δεν αποκαλύπτονται στο παραμικρό ως ένας χάος μικρών αυθαιρεσιών, αλλά αντιθέτως διακρίνονται από μια εξαιρετική συνοχή και αιτιότητα, άλλοτε καταφανείς και άλλοτες δυσδιάκριτες. Ωστόσο πραγματικές, όσο και τα ίδια. Πάει να πει ότι οφείλουμε όχι μόνο ν' αποδεχτούμε την ύπαρξη των δεδομένων των αισθήσεων, αλλά πολύ περισσότερο την κανονικότητά της.
Εδώ, για κάποιον που αρνείται τον εξωτερικό κόσμο αρχίζουν τα προβλήματα. Γιατί τα δεδομένα των αισθήσεων να έχουν τάξη, άμα δεν αφορούν παρά σε αυταπάτες, οράματα και ψευδαισθήσεις; Κατά τη γνώμη μου, η μόνη απάντηση που έχει προταθεί, άξια λόγου, - την οποία θα επιχειρήσω αργότερα να καταρρίψω - είναι πως πρόκειται για κατασκευές του νου. Θα μπορούσε, δηλαδή, να μην είναι παρά η ίδια η συνείδηση, εκείνη που επιβάλλει την τάξη αυτή και το κανονιστικό της πλαίσιο πάνω στις αισθήσεις. Μια συνείδηση που κατασκευάζει αυτόν τον κόσμο, κατ' εικόνα κι ομοίωση της δικής της τάξης, έναν κόσμο ο οποίος κατά τ' άλλα θα μπορούσε να μην είναι - όντως - τίποτε περισσότερο από μια ψευδαίσθηση.
Σύμφωνα με το Ράσελ, έχουν ειπωθεί ένα σωρό ευτράπελα πάνω σ' αυτό το θέμα, που τα διαβάζει σήμερα κανείς και δεν μπορεί να διακρίνει που σταματά η Φιλοσοφία και που ξεκινά η γελοιότητα. Έχει ειπωθεί ότι θα μπορούσε να είναι ο ίδιος ο Θεός ή κάποιος παιχνιδιάρης δαίμονας ή ένα σύνολο ψυχών, ο υπαίτιος αυτών των προβολών, που μας παρουσιάζονται σα φυσική πραγματικότητα. Δίχως να διακρίνω την αξία, που έχουν για το φιλόσοφο αυτές οι ανοησίες, είναι ωστόσο ανοησίες φιλοσοφικά έγκυρες, στο βαθμό που κανείς δε μπορεί να τις απορρίψει με τρόπο απόλυτο. Αναρωτιέμαι, ωστόσο, για το μάταιο ετούτης της κυκλικής φαυλότητας : η αμφιβολία για την ύπαρξη οποιασδήποτε εξωτερικής απ' τη συνείδηση πραγματικότητας, μας υποχρεώνει - προκειμένου να γίνει κατανοητή ετούτη η τρέλα - να υιοθετήσουμε λύσεις πέραν κι εκτός συνείδησης, δηλαδή - πού αλλού; - πίσω στην εξωτερική πραγματικότητα, εκείνη ακριβώς που αμφισβητούμε. Άτοπο μεγατόνων.
Αν κάποιος κλειστεί σ' αυτήν τη φιλοσοφική απομόνωση, προφανώς, δημιουργεί τελικά περισσότερα προβλήματα απ' όσα καταφέρνει να λύσει. Δίχως, φυσικά, ν' απαντά σε τίποτα, μα παραφράζοντας ξανά και ξανά το ένα και μοναδικό ερώτημα.
Χρόνος ο πανδαμάτωρ ...
Καταλήξαμε, λοιπόν, πως η σκέψη είναι σε κάποιο βαθμό λογική. Κι ωστόσο η λογική σκέψη είναι μια ακολουθία και μια ακολουθία ξεδιπλώνεται βαθμιαία, δηλαδή εν χρόνω. Μια σκεπτόμενη συνείδηση μπορεί ν' αμφισβητήσει όσο πεισματικά επιθυμεί τη φυσική υπόσταση του χώρου, δε μπορεί όμως με τίποτα ν' αρνηθεί τη χρονική της ύπαρξη. Μπορεί να προβληματιστεί στην «αιωνιότητα» ως προς τη φύση του χρόνου αυτού, αλλά η εδραίωση της υπαρκτικής βεβαιότητας δε μπορεί σε καμία περίπτωση να νοηθεί άχρονα. Έτσι μαζί με τη βεβαιότητα της συνείδησης και της λογικής της θεμελίωσης έρχεται να προστεθεί τώρα μια τρίτη βεβαιότητα : η χρονικότητά της.
Μένει ν' αναρωτηθούμε, τώρα : είναι ο χρόνος κάτι ξέχωρο από τη συνείδηση, κάτι μέσα στο οποίο η συνείδηση φωλεύει κι ευδοκιμεί ή αποτελεί μια καθαρή ιδιότητα της ίδιας, όπως η λογική δομή της; Μα ούτε το ερώτημα αυτό γέρνει πάνω από τις αποδεικτικές μας αδυναμίες με κάποιον οίκτο ελάχιστο. Ποια η φύση και η έδρα του χρόνου ή του χρονικού αισθήματος; Έχουν άραγε απαντηθεί όλα ετούτα κι αν ναι, σε ποιο βαθμό; Προς το παρόν, δηλώνω άγνοια.
Θα μπορούσε ο χρόνος να είναι, απλά, ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται η συνείδηση τη μνήμη. Για τούτη την τελευταία μιλούμε, πρώτη φορά, μα φαντάζει ως εκ των ων ουκ άνευ, τόσο δεδομένη, όσο και η σκέψη καθαυτή. Μοιάζει αδύνατο να φανταστούμε μια, δίχως μνήμη, συνείδηση. Πώς θα μπορούσε να ολοκληρωθεί ως κι ο παραμικρός συνειρμός, δίχως την ύπαρξη και τη βεβαιότητα προκείμενων; Ακόμα και μια παράλογη ακολουθία σκέψεων απαιτεί να είναι αυτό ακριβώς : ακολουθία. Καμία κριτική σκέψη δεν έχει συμβεί ως σήμερα αυτοστιγμεί, μ' όλους τους όρους της ταυτόχρονα ειπωμένους : με την υπόθεση ταυτοχρόνως και συμπέρασμα, το πρώτο γράμμα κάθε κουβέντας τελευταίο. Ακόμα κι αν τα δεδομένα των αισθήσεων ανάβλυζαν αλλοπρόσαλα, από ένα κόσμο φρενήρη και παράλογο, η λειτουργία αυτή της μνήμης - ασχέτως εγκυρότητας - μοιάζει να επιφέρει τάξη - έστω τη δική της τάξη - στο συρφετό των βιωμάτων. Θα μπορούσε τούτο να ονομαστεί χρόνος; Αν ναι, δεν υπάρχει η παραμικρή αναγκαιότητα να αναζητήσουμε την έννοια του χρόνου έξω και μακρυά απ' τη συνείδηση.
Έτσι, αν κι εμπλουτίσαμε την ύπαρξη με μια διάσταση ακόμα, δήλαδή με μια εσωτερική βεβαιότητα παραπάνω, ωστόσο δεν καταφέραμε σε καμία περίπτωση να σπάσουμε το φράγμα της και να αφουγκραστούμε κάποιαν αλήθεια, πέρα απ' την τύρβη των αισθήσεων. Η πορεία ετούτη μοιάζει διαρκώς να επιβεβαιώνει τον Καρτέσιο και το μόνο που καταφέρνουμε, στοχαζόμενοι, είναι να κλωθογυρίζουμε γύρω απ' την ίδια και την ίδια βεβαιότητα. Εμβαθύνουμε ή διαυγάζουμε όλο και περισσότερα εδάφη στη μία και μοναδική μας κατάκτηση, μα βήμα παραπέρα.
* * *
Σε μερικές κατοπινές μου σκέψεις, αισθάνομαι ότι ούτε σ' αυτή τη μνήμη μπορούμε να εξασφαλίσουμε καμία φιλοσοφική εγκυρότητα. Ο ίδιος παιχνιδιάρης δαιμονίσκος, στον οποίο είμαστε διατεθειμένοι να αποδώσουμε όλα τα αισθητικά κουλουβάχατα και την ευθύνη των ψευδαισθήσεών μας, ο ίδιος αυτός θα μπορούσε να εμφυτεύει διαρκώς στο νου μας μνήμες ψευδείς και ανακλήσεις νόθες. Ο ίδιος ο χρόνος θα μπορούσε να 'ναι μια τέτοια αυταπάτη, βασισμένη σε μια κατασκευασμένη ακολουθία στιγμών παρόντων, οι οποίες δίνουν την απατηλή εντύπωση πως η συνείδηση επιμηκύνεται. Χάνοντας όμως κι αυτή τη βεβαιότητα, κάτω απ' τα πόδια μας, μένουμε να κοιτάζουμε τον Καρτέσιο με σκεπτικισμό ακόμα μεγαλύτερο κι από αυτόν, με τον οποίο κοίταζε τον εαυτό του ο ίδιος. Μα θα τα πούμε αυτά, στο δεύτερο μέρος.
Σκέφτομαι. Ε και;
Κλείνοντας τώρα, αυτό το πρώτο μέρος, θ' ασχοληθούμε μ' εκείνη τη διάσταση του cogito, που είναι η πλέον καλά κρυμμένη και δεν αποκαλύπτεται εύκολα ούτε από κανέναν όρο ξεχωριστά, ούτε απ' το σύνολο των όρων ως έχουν ή οποιονδήποτε αναγραμματισμό τους. Μιλώ φυσικά για την πρόθεση ∙ κάθε συνείδηση διακατέχεται από πρόθεση. Αυτό δε φαίνεται να το παραδέχεται ο Καρτέσιος. Δεν παραχωρεί στην πρόθεση ούτε μια λέξη, παρά τη μέγιστη σημασία της. Μα ούτε να την αποφύγει ολότελα μπορεί - παρά τη θέλησή του. Είναι δύσκολο - σχεδόν αδύνατο - να φανταστεί κανείς μία συνείδηση δίχως προθέσεις, ουδέτερη και νηφάλια. Η συνείδηση δεν είναι σε καμία περίπτωση αυτός ο ψυχρός, υπολογιστικός νους, όπως ίσως ακούσια τον παρουσιάζει η καρτεσιανή λογική. Ο νους δεν είναι σε καμία περίπτωση οντότητα αποστασιοποιημένη εξίσου από τα πάντα και, συνεπώς, αντικειμενική ως προς τα πάντα. Ένας πραγματικά ουδέτερος εγκέφαλος, μια τεχνητή νοημοσύνη, θ' αρκούνταν - το πιθανότερο - σ' ένα απλό «σκέφτομαι» και τίποτε περισσότερο ∙ ποια λογική (ή άλλη) αναγκαιότητα θα τον ωθούσε στην αναζήτηση μια οποιασδήποτε υπαρκτικής επικύρωσης;
Όμως ο Καρτέσιος είναι άνθρωπος κι ως τέτοιος δε μπορεί, σε καμία περίπτωση, ν' αποδράσει από το «ergo» του, παρά μόνο αν ψευδόταν. Και δε μπορεί γιατί σε τούτο ακριβώς τον οδηγεί η ανάγκη του και όχι η λογική του. Τούτο το «άρα υπάρχω» - αυτό ισχυρίζομαι - είναι κάθε άλλο παρά λογική αναγκαιότητα. Κι η μοναδική εξαίρεση, δε θα 'ταν άλλη απ' την περίπτωση να 'ταν ο νους υποχρεωμένος - ίσως από κάποια φυσική αδράνεια - να κατασκευάσει όλες εκείνες τις αναρίθμητες δυνατές συνεπαγωγές, με το «σκέφτομαι» για πρώτον όρο. Ως εκ τούτου, έτσι αναπόφευκτα και αδιάφορα, θα γεννούσε κάποτε και την Καρτεσιανή παραλλαγή. Ο νους έχει ωστόσο προθέσεις, έχει ανάγκες, έχει επιθυμίες. Κι ο νους του Ντεκάρτ, μ' όλη του τη σοφία και την εξυπνάδα, δεν διαφέρει από το νου του πιτσιρικά, που στέκει γεμάτος όνειρα, μπροστά στη βιτρίνα με τα παιχνίδια. Όσο θα προσπαθεί, η Φιλοσοφία, ν' αποκαθάρει τα σπλάχνα της από τούτες τις «βρωμιές», όσο θ' αποκηρύσσει το ήμισυ σχεσόν της νόησης, λαμβάνοντας το αδάμαστο της επιθυμίας γι' αυθαιρεσία, τόσο περισσότερο θ' απομακρύνεται από την επίτευξη των στόχων της και την κατάκτηση μιας ενοποιητικής θέασης. Τόσο θα σκοντάφτει στα ίδια της τα πόδια και θα κυνηγάει την ουρά της. Θα ορθώνει αδιέξοδα εκεί που πριν απλώνονταν ορίζοντες και ανοιχτά πεδία και θα νομίζει πως βλέπει καθαρότερα κλείνοντας τα μάτια της στο φως.
Ο νους του Ντεκάρτ δεν αμφιβάλλει έτσι, από χούι, χόμπι ή χωρατό. Δεν αμφιβάλλει από κάποια μηχανιστική διαδικασία, «βιολογικά» προγραμματισμένη κι αδιάφορη, όμοια καθώς από τη φύση του ο νους αναπόδραστα κάποια στιγμή νυστάζει. Ο Ντεκάρτ δεν αμφιβάλλει ούτε για τη χαρά της αμφιβολίας. Αμφιβάλλει γιατί διψά και φλέγεται για εκείνη την ελάχιστη βεβαιότητα. Δεν του αρκεί να υπάρχει, μα το θέλει να υπάρχει. Τρέμει μήπως ο σκεπτικισμός του τον οδηγήσει ν' αμφισβητήσει κι αυτή την ίδια του την ύπαρξη, γι' αυτό έχει την ανάγκη να την αιτιολογήσει. «Σκέφτομαι» λέει «άρα ...» και όχι απλά «υπάρχω». Μα θα μπορούσε κανείς ν' αντικαταστήσει τούτο το «σκέφτομαι» μ' ένα σωρό άλλες προκείμενες, δίχως η φράση να χάσει στο παραμικρό το νόημά της : νιώθω μοναξιά άρα υπάρχω, πονάω άρα υπάρχω, κ.ο.κ. Ολόκληρη η μάζα της Καρτεσιανής ρήσης είναι συγκεντρωμένη σε τούτο το «υπάρχω», ώστε - όπως θα δείξω στα επόμενα - αν προσπαθήσει κανείς να το αιτιολογήσει με οποιονδήποτε τρόπο, το μόνο που καταφέρνει τελικά είναι να μολύνει και το ίδιο με ανόητες αμφιβολίες.
Το φιλοσοφικό ενδιαφέρον, λοιπόν, του Καρτέσιου δεν είναι για να περνά η ώρα. Παλεύει μέσα σ' έναν κόσμο σκοτεινό, ψηλαφώντας και παραπατώντας. Λυσσά για μιαν άκρη να σταθεί που να μην είναι φόβος να καταρρεύσει, άμα κλείσει για λίγο τα μάτια. Μα ο φιλόσοφος δεν πιστεύει ούτε στα ίδια του τα μάτια, μήτε καν στους τύπους των ήλων. Ξενός κι αποδιωγμένος απ' τον κόσμο - περισσότερο αυτοεξόριστος - αναζητεί να τον ξαναφτιάξει απ' την αρχή, μα τώρα όπως τον επιθυμεί ο ίδιος : θέλει έναν κόσμο αδιαμφισβήτητο και καθαρό όπως η καθαρότερη συνείδηση. Αν υπάρχει, δηλαδή, κανένα νόημα σε μια παρόμοια φαντασίωση. Με τον τρόπο αυτό, ο Ντεκάρτ δε θεμελιώνει απλά την απαρχή μιας νέας φιλοσοφικής στάσης, αλλά πολύ περισσότερο θεμελιώνει την απαισιοδοξία και την εσωστρέφεια. Κι ακόμα περισσότερο - αν μου επιτρέπεται - τον ατομικισμό και τον εγωισμό.
Μα θα τα σχολιάσουμε κι αργότερα, όλα τούτα, καθώς στο σημείο αυτό είναι ώρα να βάλω, επιτέλους, και μια τελεία από τις τελικές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου