Κάποτε έπεσα και σ' ετούτο το άρθρο στο Αντίφωνο, απόσπασμα από το βιβλίο «Το Τεχνικό Σύστημα» [1977], κάποιου Ζακ Ελλύλ. Ο άνθρωπος δε λέει αρλούμπες, ίσα-ίσα. Ωστόσο, από το 1977 μέχρι σήμερα, πολλές από τις καίριες επισημάνσεις του έχουν επαναληφθεί τόσες φορές - αμέτρητες - και από μύρια στόματα, ώστε σήμερα, σωτήριο έτος 2019, τούτα διαβάζονται περισσότερο με τη νοσταλγία γρατζουνισμένου δίσκου, παρά με τη φρεσκάδα της έκπληξης. Ως προς την ουσία του κειμένου δεν έχω να αντιπαραθέσω τίποτα κι ήταν ένα ευχάριστο (με την εποικοδομητική έννοια) ανάγνωσμα. Σχολιάζω μόνο δυο-τρία σημεία, περιθωριακής σημασίας, τα οποία στραβοκατάπια, για διάφορους λόγους που εξηγώ.
* * * * *
Λέει κάπου ο Ελλύλ :
« Το τεχνικό περιβάλλον θεωρείται δεδομένο. Η χρήση των ταχείων μέσων μεταφοράς ή των φαρμάκων είναι δεδομένη, κανείς δεν την αμφισβητεί. Γιατί να μην τα χρησιμοποιούμε; Έτσι, πολύ γρήγορα ο σημερινός άνθρωπος μαθαίνει να σκέφτεται σύμφωνα με το τεχνικό περιβάλλον. Τον ενδιαφέρει η άνεση και η αποτελεσματικότητα. Δεν διανοείται να αρνηθεί ή να αμφισβητήσει το τεχνικό περιβάλλον, όπως ο άνθρωπος του 12ου αιώνα δεν διανοούνταν να αμφισβητήσει τα δέντρα, τη βροχή, τον καταρράκτη. »
Εδώ η σύγκριση είναι άτοπη και λανθασμένη. Ο συγγραφέας αντιδιαστέλλει δύο παντελώς παράταιρα αντικείμενα : το τεχνικό περιβάλλον του 20ου αιώνα με το... φυσικό περιβάλλον του 12ου αιώνα, αντί ορθότερα με το τεχνικό περιβάλλον του 12ου αιώνα. Λες και δεν υπήρχε τεχνικός πολιτισμός το 1185. Ο Ελλύλ συγχέει την σύγχρονη τεχνολογική υπερβολή, η οποία είναι ποσοτικής φύσης, και μας την πλασάρει για ποιοτικής. Πιθανότατα, ούτε ο άνθρωπος του μεσαίωνα έχει διάθεση ν' αμφισβητήσει τα κάρα και τα ιστιοφόρα, αλλά ποιος τον ρώτησε;
Είναι αλήθεια, ασφαλώς, ότι η υπέρβαση κάποτε ποσοτικών ορίων είναι δυνατόν να οδηγήσει σε ποιοτική μετάλλαξη. Ένα κύτταρο δεν είναι ιστός, ούτε τρία, μα εκατομμύρια μαζί σου φτιάχνουν το συκώτι. Τρία μυρμήγκια δε συνιστούν μυρμηγκοφωλιά, αλλά βάζεις μυριάδες και ξάφνου συνιστούν διαφορετική υπαρκτική ποιότητα. Κι αν το θέλετε, επιπλέον, ο πολύς πλούτος συχνά αλλοιώνει την εμπειρική ποιότητα ενός ανθρώπου - τον κάνει, δηλαδή, τρυφηλό και κορεσμένο - παρά αυξάνει πραγματικά την εμπειρική του ποσότητα. Τούτων λεχθέντων, ωστόσο, ο Ελλύλ από την πολλή του φόρα ξεχύνεται από θέση οφσάιντ, καθόσον δεν είναι άλλο ο Άνθρωπος κι άλλο ο Άνθρωπος-Τεχνίτης, μα τα δύο ετούτα ένα και το αυτό (κάτι που το παραδέχεται, έμμεσα, παρακάτω). Παρά το γεγονός, πως η τεχνολογική αποχαλίνωση των σχέσεων αποκτά ποιοτική χροιά, όταν καταλήγει σε αποξένωση, ωστόσο είναι δίκαιο να παραδεχτούμε ότι κι ο αστός Ρωμαίος του 50 π.Χ. γεννιόταν σε καθαρότερα σπίτια, σε πλακόστρωτους δρόμους, σε μια κοινωνία πλήρη τεχνικών κατασκευών, «περιορισμένων» απλώς στα μέσα της εποχής (όπως θα λένε και για μας, σε χίλια χρόνια). Ωστόσο, δε διαφωνώ με την ουσία του κειμένου.
Γράφει, παρακάτω :
« Αυτός ο τρόπος ψυχικής εξάρτησης έχει ήδη δημιουργήσει έναν καινούριο ψυχολογικό τύπο. Έναν τύπο που φέρει σχεδόν από τη γέννησή του τη σφραγίδα της μεγατεχνολογίας σε όλες τις μορφές της. »
Γύρω απ' το σημείο τούτο (πρέπει κανείς, βεβαίως, να μελετήσει και τα συμφραζόμενα) υπάρχει ένα σαφές κενό. Παραγκωνίζεται, παντελώς, ο ρόλος της ανθρώπινης σχέσης και της επαφής, των οποίων η επιρροή είναι σαφώς μεγαλύτερης βαρύτητας και σαφήνειας, ειδικά σ' αυτά τα πρώτα ηλικιακά στάδια. Η ζημιά, που προτείνει ο Ελλύλ - η καλύτερα στο βαθμό που την προτείνει - συντελείται σταδιακά κι αργότερα. Η μητρική αγκαλιά, το στήθος, η φωνή, ασκούν ισχυρότερη πλαστική δύναμη, σε σχέση με την πιπίλα ή την κουδουνίστρα. Η τηλεόραση γίνεται επικίνδυνη, απ' την ημέρα που πιάνει να υποκαθιστά την ανθρώπινη συντροφικότητα, προκειμένου ν' αλαφρύνει τη γονεϊκή ευθύνη - κάτι που ερμηνεύεται και ως : να παλουκωθεί κάπου το σκασμένο, μήπως κάνουμε καμιά δουλειά. Το πρόβλημα σ' αυτά τα πρώτα χρόνια, λοιπόν, δεν είναι ο τεχνικός πολιτισμός καθαυτός, καθώς το σύστημα δε συστήνεται μόνο του στο καινοφανές νήπιο, παρά το τελευταίο μυείται σ' αυτόν δια της μίμησης, από τους κηδεμόνες. Η τάση αυτή, να ανθρωποποιούνται αφηρημένες έννοιες, σα να παίζαμε σε τραγωδία του Shakespeare, επιφέρει φιλοσοφικές και άλλες ζημιές, αφαιρώντας την ευθύνη από τα πραγματικά υποκείμενα κι ανάγοντάς τη σε μια άπιαστη και τρομαχτική αφαίρεση : το τεχνικό σύστημα, το δίκαιο, η παράδοση, η λέσχη Μπίλντεμπεργκ και δεν ξερω-γω τι άλλο. Στην τελική, λοιπόν, είναι με το πρόσωπο του ανθρώπου, που τα πάντα συστήνονται στον άνθρωπο κι όχι με το πρόσωπο της μηχανής κι ετούτο θα εξακολουθήσει, ωσότου τοκετός και ανατροφή παραδωθούνε στα ρομπότ. Νομίζω, ωστόσο, πως δεν υπάρχει ακόμη άνθρωπος ικανός να προβλέψει ή να φανταστεί το χαρακτήρα και την ψυχοσύνθεση, μιας παρόμοιας κοινωνίας - αν δηλαδή μια τέτοια διαχείρηση θα συνιστά, κάποτε, κοινωνία.
* * * * *
Ακολουθεί μια σειρά σειρά εξαιρετικών στοχασμών, με τους οποίους δεν έχω να διαφωνήσω στο παραμικρό. Σημειώνω, επιπροσθέτως, ότι και μόνο ο χαρακτηρισμός ενός διαστήματος ή κλάσματος χρόνου ως «ελεύθερου», είναι από μόνο του σημάδι σημειολογικού - αλλά και πρακτικού - εκφυλισμού. Στα αμέσως επόμενα, ωστόσο, και τα οποία αφορούν στην «υποχώρηση» του τεχνικού κυκεώνα στο αισθητικό παρασκήνιο, ώστε λανθάνοντας να περνάει που λέμε «στο ντούκου», οφείλουμε μια ελάχιστη επισήμανση, καθώς ο Ελλύλ ολοένα προς τη δόξα τραβά, κάνοντας αχταρμά πολλές αμφισημίες. Πολλά πράγματα οφείλουν να συμβούν αναπόφευκτα, δίχως να υπάρχει πρόθεση, άλλη δηλαδή απ' την απλή λειτουργικότητα. Για παράδειγμα, ένα σπίτι γεμάτο μπερδεμένα, σκονισμένα ή φθαρμένα καλώδια, δημιουργεί ένα σωρό καθημερινά μικρο-προβλήματα, ώστε αναπόφευκτα θα φτάσει κάποτε η στιγμή, που κάποιος θ' αναζητήσει λύση μέσα σε τοίχους και πατώματα. Δηλαδή, πράγματα καθαρά και πρακτικά κι όχι απαραίτητα γιατί πρόκειται για κινήσεις, οι οποίες υπηρετούν κάποιο απώτερο, τεχνολογικό όραμα. Όμως, τούτο είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα π.χ. από την υστερόβουλη παρέμβαση του μάρκετιγκ, το οποίο θα προσπαθήσει να εκβιάσει τον καταναλωτή σε νέες αισθητικές, προκειμένουν να πουλήσει περισσότερο προϊόν ή το ίδιο ρετουσαρισμένο. Ο τρόπος προβολής ενός κατά τ' άλλα λειτουργικότατου μηχανισμού, μέσα στα πλαίσια της τεχνικής ως πρακτικής και όχι ως υστερόβουλου συστήματος, είναι άλλο πράγμα τελείως απ' το καταναλωτικό δόλωμα της τεχνολογικής «αισθητικής», της «ανάγκης» και, τέλος πάντων, οποιασδήποτε ψυχασθενικής εσωτερίκευσης.
Ούτε στα παρακάτω, όμως, έχει δίκιο ο Ελλύλ, καθώς ασκεί κριτική σε κάποια θέση της εποχής για την επιθυμία. Ούτε, βεβαίως, και άδικο. Αλλά επιμένει να προχωρά με υπερβολές, δυϊσμούς και υπερθετικούς, προκειμένου να καταστήσει τα πράγματα διαυγέστερα ή πειστικότερα. Αλλά το θέμα παραμένει, πως η ικανοποίηση οποιασδήποτε επιθυμίας, απαιτεί απ' τον ανθρώπινο νου και την εξεύρεση κατάλληλων μέσων. Τι να κάνουμε; Ο Ελλύλ είναι οριακά έτοιμος να αποδώσει ακόμα και στο κερκιδικό οστό του αυνάνα χρέη κι ευθύνες τεχνικού συστήματος, όταν δεν είναι παρά απλό μέσο εκτόνωσης. Αντί να διακρίνει κριτικά τις ποιότητες των μέσων, στα πλαίσια του τεχνικού συστήματος, τσουβαλιάζει τα πάντα σε απολυτότητες και ισοπεδωτικές γενικεύσεις. Δεν είναι σωστά πράματα αυτά, έλεγε η γιαγιά μου. Κι ίσως εκείνη η «έκφραση της Ύβρεως» πιο κάτω να κρύβει, κάποια τετριμμένη φιλοσοφική νησίδα την οποία αγνοώ - όμοια καθώς αγνοώ και το Ζαν Μπρεν - μα έτσι ακριβώς, στα πλαίσια της άγνοιάς μου, οφείλω να διαμαρτυρηθώ για 'κείνο, που μου φαίνεται ασύμμετρο. Να πούμε «ύβρη» τον εκτροχιασμό του ανθρώπου στην υπερβολή, δια μέσου της τεχνολογικής του έπαρσης, να πούμε «ύβρη» την απατηλή αυτο-θέωση και την επιβολή του ανθρώπινου εγώ σ' ολάκερη την πλάση, αυτό το καταλαβαίνω. Να πούμε, όμως, «ύβρη» τον καθαρό τούτο πυρήνα, ενός πλάσματος ξέχειλου περιέργειας και ικανότητας ή τον άσπιλο - σχεδόν παιδικό - ενθουσιασμό και την ικανοποίηση, που παίρνει η ψυχή από αυτές τις ιδιότητες, ε τούτο, μου φαίνεται λίγο τραβηγμένο, κοντόφθαλμο και φοβικό.
« Ο άνθρωπος «ονειρευόταν» να πάει στη Σελήνη. Η Τεχνική τού το επέτρεψε. Ένας διαρκώς μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων θα νιώσουν την ανάγκη να ταξιδέψουν εκεί. Αυτού του είδους οι ανάγκες γεννιούνται από την Τεχνική και μόνο η Τεχνική μπορεί να τις ικανοποιήσει. »
Εδώ πάλι, συναντούμε μια σύγχυση, στην οποία φαντάζομαι ο Ελλύλ υποπέφτει εκ παραδρομής. Καθώς είναι, ολοφάνερα, ξέχωρα πράγματα η επιθυμία απ' την ανάγκη. «Ένας διαρκώς μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων θα νιώσουν την επιθυμία να ταξιδέψουν στη Σελήνη» είναι άλλο πράμα απ' το «θα νιώσουν την ανάγκη». Μπορούμε, παρόλα αυτά, να συμφωνήσουμε πως η Τεχνική (τουλάχιστον, υπό την αιγίδα του καπιταλιστικού συστήματος) έχει τούτο το αξεπέραστο ταλέντο να γεννοβολά πλαστές ανάγκες, καταργώντας τα όρια ανάμεσα στον ακατάπαυστο θυμικό κοχλασμό και τις πραγματικές ανάγκες του βίου.
Και κάποιες αράδες αργότερα διαβάζουμε, πολύ σωστά και όμορφα διατυπωμένο :
« Ιδού λοιπόν και η τελευταία πρόταση: ο άνθρωπος της κοινωνίας μας δεν έχει κανένα διανοητικό, ηθικό και πνευματικό σημείο αναφοράς για να κρίνει την Τεχνική και να της ασκήσει κριτική. »
Σε όλη τη συμπαγή ανάλυση, που ακολουθεί, στέκομαι παρόλα αυτά επιφυλακτικός, εξαιτίας μιας χρόνιας καχυποψίας μου : νομίζω - δίχως να έχω συντάξει διατριβή, όπου και το αποδεικνύω - ότι συχνά ταυτίζουμε τις τεχνολογικές εκδηλώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας, με τη μορφή την οποία προσλαμβάνουν στα πλαίσια του καπιταλισμού, κάτι που φυσικά δεν είναι καθόλου το ίδιο. Κι έτσι είναι άδικο να κρίνουμε την πρώτη, στη βάση του τελευταίου. Η (απαραίτητη) κριτική πρέπει να γίνεται, θαρρώ, με μεγαλύτερη ευθύνη και λιγότερη αποφαντική βιασύνη.
* * * * *
Νομίζω, τώρα, πως ο Ελλύλ τσάμπα χάλασε τον καρπό του, γράφοντας τη μια φλυαρία μετά την άλλη. Όλο το νόημα του κειμένου συμπυκνώνεται στο παρακάτω απόσπασμα του Μάμφορντ, το οποίο ο ίδιος ο Ελλύλ παραθέτει και το οποίο πέφτει διάνα στα πάντα του. Δε χρειάζεται να ειπωθεί τίποτε περισσότερο ή λιγότερο :
« Κάθε καινούρια τεχνική εφεύρεση μπορεί να αυξήσει το πεδίο της ανθρώπινης ελευθερίας μόνο εφόσον οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να τη δεχτούν, να την τροποποιήσουν ή να την απορρίψουν, να τη χρησιμοποιήσουν όποτε και όπως ταιριάζει στις δικές τους προθέσεις, και σε ποσότητες σύμφωνες με αυτές. »
Όλα ετούτα, μαζί με τα προηγούμενα, μου δημιουργούν ένα συναίσθυμα deja-vu, απ' το «Μονοδιάστατο Άνθρωπο» του Μαρκούζε. Δεν είναι κακό, ακόμα κι αν έχει βάση. Ακόμα κι αν ο Ελλύλ επαναδιατυπώνει πράματα ειπωμένα ήδη, το κάνει όλο και πιο εύστοχα, καθώς το κείμενό του ωριμάζει. Ασκεί μια εξαιρετική κριτική στο τεχνικό σύστημα και την αυταπάτη των δήθεν «επιλογών», αλλά θεωρώ, πως αδικεί μια στάλα τον «αντιφατικό» Κλοζέ. Για τον Κλοζέ δεν έχω ιδέα, έχω ωστόσο μια ιδέα για 'κείνο που θεωρώ ότι παρακάμπτεται στο πρόσωπό του. Το τεχνικό σύστημα δεν ανέβλυσε στην ανθρωπότητα δια της παρθενογένεσης. Αναπόφευκτα, η τεχνικά μετεστραμμένη κοινωνία κουβαλούσε μέσα της όλες τις παθογένειες και τις νοσηρότητες του παρελθόντος και των κοινωνιών, που την προετοίμασαν. Η αισιοδοξία του Κλοζέ μπορεί κάλλιστα να είναι μια βάσιμη αισιοδοξία, παρά μια φρούδα προσδοκία : οι άνθρωποι μπορεί όντως ν' απελευθερώνονται, σε κάποιο βαθμό, αλλά αναπόφευκτα με τη μόνη γλώσσα και τα εργαλεία, που διαθέτουν ή γνωρίζουν : την τεχνολογία.
Έτσι, για παράδειγμα, η σεξουαλική απελευθέρωση δεν οφείλεται στην τεχνική ευλογία του προφυλακτικού ή του αντισυλληπτικού - όπως, με περισσή προχειρότητα, αποφαίνεται ο συγγραφέας - αλλά σε πολύ σημαντικότερες παραμέτρους, όπως είναι πρωτίστως η απενοχοποίηση της σεξουαλικής πράξης. Τα τεχνικά μέσα προβάλλονται ενίοτε άστοχα ως πρωτογενείς αιτίες, ώστε να βληθούν ευκολότερα όντας οι πλέον αδύναμοι κρίκοι, όταν η πραγματική μεταστροφή έχει γίνει σε άλλο επίπεδο της κοινωνίας, παρά στο τεχνικό - το τελευταίο, στις περιπτώσεις αυτές, απλά συνεπικουρεί. Έχει, ωστόσο, δίκιο ο Ελλύλ κι η συντροφιά του να τονίζει (το 'χει κάνει προηγούμενως) ότι το δεδικασμένο της εφεύρεσης δημιουργεί ξαφνικά ένα παρθένο τοπίο, το οποίο όλοι επιθυμούν να σοδομίσουν, απλά και μόνο γιατί υπάρχει κι όχι γιατί το 'χουν πραγματικά ανάγκη. Η επισημοποίηση, ας πούμε, του καθεστώτος των εκτρώσεων, προσφέρει όντως μια νέα επιλογή, αλλά συνάμα κι ένα πεδίο μαζικής ή ατομικής αποποίησης ευθυνών. Ποιος ισχυρίστηκε ποτέ ότι απελευθέρωση - τεχνική ή άλλης μορφής - δεν είναι φορτωμένη με βαθιά ευθύνη; Επικρίνω, ωστόσο, κι ο ίδιος το τεχνικό σύστημα : απορροφώντας τις συνέπειες των πράξεων, μέσα στο συνονθύλευμα της μαζικής διαχείρησης των ανθρώπων, τελικά αφαιρεί από τον άνθρωπο τη συνειδητοποίηση των πράξεών του και άρα την ευθύνη, που αυτές συνεπάγονται.
Έτσι θα συμφωνήσω διαφωνώντας με το συγγραφέα, όταν γράφει :
« Η έκτρωση δεν είναι πράξη ελευθερίας, αλλά η δυνατότητα να σβήνουμε τις συνέπειες των πράξεων μας και, επομένως, να αυξάνουμε την ανευθυνότητα. »
καθώς εκφράζεται με απόλυτους όρους, διακυβεύοντας τελικά τα δίκια του. Η έκτρωση μπορεί να είναι και αυτό, που γράφει, αλλά όχι μόνον. Ακόμα κι αυτό : γράφοντας κανείς πως η έκτρωση είναι πράξη ελευθερίας (είτε το μεταφέρει ο Ελλύλ, είτε το διατρανώνει φεμινίστρια), δίνει στην έκτρωση μια θετική διάσταση που δεν της αρμόζει, την κάνει ν' ακούγεται καλύτερη απ' ό,τι πράγματι είναι, ό,τι κι αν είναι αυτό. Επαναδιατυπώνω, λοιπόν : η έκτρωση είναι συνέπεια ανθρώπινης ελευθερίας, μα όχι απαραίτητα πράξη ελευθερίας. Ως πράξη, οφείλει να είναι σύμφωνη με το υποκείμενο, που την ασκεί και το καθεστώς, υπό το οποίο διάγει. Η φράση, τελικά, από μόνη της στερείται νοήματος. Η έκτρωση μπορεί να είναι μονάχα ή πράξη ευθύνης ή όχι. Δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να της προσιδιάσουμε άλλους χαρακτηρισμούς παράταιρους : δεν είναι ούτε μπλε, ούτε πρόωρη, ούτε όμορφη και τελικά ούτε κι ελεύθερη.
* * * * *
Κλείνοντας, να επισημάνω ότι το αξιόλογο κι εύστοχο κείμενο του Ελλύλ, υποπέφτει στο ίδιο ακριβώς σφάλμα μ' ένα σωρό αντίστοιχα κείμενα : αποφεύγει να θέσει το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων, μ' άλλα λόγια κινείται γύρω-γύρω από τη μαύρη τρύπα, αλλά στην τρύπα δε λέει να χωθεί. Αλλά καμιά φορά στην τρύπα είναι κι ο θησαυρός. Τα κείμενα αυτής της κατηγορίας επιμένουν να αγνοούν την πολιτική διάσταση των πραγμάτων κι άρα τον πραγματικό καταμερισμό των ευθυνών. Στην καλύτερη, ο Ελλύλ κυμαίνεται ανάμεσα στο δίπολο του αφελούς ατόμου και του επηρμένου τεχνοκράτη. Πουθενά τα συμφέροντα και η διαφθορά, πουθενά η πολυεθνική Μαφία ή άλλη με λιγότερες γραβάτες, πουθενά τα κέντρα εξουσίας και οι ανθρωποφύλακες που τα στηρίζουν, πουθενά οι πολιτικές και πολιτειακές δομές, οι πολιτικοί αγώνες και οι εξεγέρσεις, πουθενά η δράση και η κίνηση ενός άλλου επιπέδου, παράλληλου, μα όχι υπερσκελισμένου απ' όσα κουβεντιάσαμε. Το διαρκώς πολιτικό ζητούμενο, το οποίο άλλοτε λανθάνει κι άλλοτε αναβλύζει πηγαίο, έχει αποστειρωθεί ή εξοβελιστεί παντελώς. Τα πάντα είναι παστρικά, νοητικά και φιλοσοφημένα. Τούτο δίνει μια επιθυμητή καθαρότητα στη σκέψη, αλλά όπως και κάθε καθαρότητα, απαιτεί την αποστασιοποίηση και την απομόνωση. Ας έχουμε, λοιπόν, στο νου μας και τούτο. Στο τέλος, ν' ανοίγουμε και πάλι τα πορτοπαράθυρα. Να επιστρέφουμε πίσω στον κόσμο, ώστε ν' αγωνιστούμε.